Η αγάπη του σκιάχτρου: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιθήκη
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Glavkos (συζήτηση | Συνεισφορά)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 9: Γραμμή 9:
}}
}}


{{επιμέλεια|έλλειψη τόνων}}

:Αυτή είναι μια αληθινή και παράξενη ιστορία,που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας τον σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα. Στο χωριό του ζούσε ο ασχημότερος άνθρωπος του κόσμου, καλά-καλά δε μπορούσες να καταλάβεις, γιατί ήτανε άσχημος. Δεν ήτανε η μύτη του,τα μάτια, τ'αυτια του ,το σαγόνι,το κεφάλι η το κορμί του. Ητανε κι αλλοι ανθρωποι στο χωριο στραβομυτες,στραβοσαγονοι,κεφαλαδες κι αλλιθωροι. Μα η ασχημια του ανθρωπου αυτουνου ητανε αλλο πραμα. Ουτε ζωντανο κανενα,ουτε πετουμενο,ουτε ψαρι ματασταθηκε ποτε τοσο ασχημο. Ήτανε μοναδικος στον κοσμο.
:Αυτή είναι μια αληθινή και παράξενη ιστορία,που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας τον σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα. Στο χωριό του ζούσε ο ασχημότερος άνθρωπος του κόσμου, καλά-καλά δε μπορούσες να καταλάβεις, γιατί ήτανε άσχημος. Δεν ήτανε η μύτη του,τα μάτια, τ'αυτια του ,το σαγόνι,το κεφάλι η το κορμί του. Ητανε κι αλλοι ανθρωποι στο χωριο στραβομυτες,στραβοσαγονοι,κεφαλαδες κι αλλιθωροι. Μα η ασχημια του ανθρωπου αυτουνου ητανε αλλο πραμα. Ουτε ζωντανο κανενα,ουτε πετουμενο,ουτε ψαρι ματασταθηκε ποτε τοσο ασχημο. Ήτανε μοναδικος στον κοσμο.



Αναθεώρηση της 09:53, 10 Ιανουαρίου 2018

Η αγάπη του σκιάχτρου
Συγγραφέας:


Αυτή είναι μια αληθινή και παράξενη ιστορία,που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας τον σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα. Στο χωριό του ζούσε ο ασχημότερος άνθρωπος του κόσμου, καλά-καλά δε μπορούσες να καταλάβεις, γιατί ήτανε άσχημος. Δεν ήτανε η μύτη του,τα μάτια, τ'αυτια του ,το σαγόνι,το κεφάλι η το κορμί του. Ητανε κι αλλοι ανθρωποι στο χωριο στραβομυτες,στραβοσαγονοι,κεφαλαδες κι αλλιθωροι. Μα η ασχημια του ανθρωπου αυτουνου ητανε αλλο πραμα. Ουτε ζωντανο κανενα,ουτε πετουμενο,ουτε ψαρι ματασταθηκε ποτε τοσο ασχημο. Ήτανε μοναδικος στον κοσμο.
Οι ανθρωποι στο δρομο σταματουσαν και τον κοιταζαν. Τον κοιταζαν οχι πια με περιεργεια,με αηδια η με σιχαμο,τον κοιταζαν με θαυμασμο και καποτε,οταν ητανε νυκτα η σκοτεινα,με φοβο. Και δεν ητανε μοναχα οι ανθρωποι.Τα σκυλια τον επαιρναν απο πισω και τον γαυγιζανε σα λυσσασμενα. Δεν κοτουσε να περασει απο γειτονια,απο δρομο η απο στανη. Μολις τον απεικαζαν τα σκυλια,μικρα,μεγαλα,χυμουσανε να τον φανε.Αυτος ομως τραβουσε το δρομο του,ηξερε πως κατι τι τον φυλαγε σα φυλαχτο απ'τη λυσσα των σκυλιων.Και ειχε δικηο. Τα σκυλια τρεχανε απο πισω του ζυγωνανε να τον ξεσχισουν με τα δοντια,μα μολις τον ζυγωναν,κατι σταματουσε. Βαζανε την ουρα κατω απο τα σκελια τους,και φευγανε με λυπητερες στριγλιες,σα να τα ειχε δαρμενα. Ο ασχημος ανθρωπος - ετσι τον εσπρωξε ο πειρασμος - αγαπησε τ'ομορφοτερο κοριτσι του τοπου.Το αγαπησε με τα σωστα του. Μερα - νυχτα περνουσε κατω απ'το σπιτι του κοριτσιου,και κοιταζε στα παραθυρα μ'ενα παραπονο,που τον εκαμε ασχημοτερο. Ο κοσμος εκανε το σταυρο του και γελουσε.Τ'αδερφια του κοριτσιου γελουσανε κι αυτα. Δεν αξιζε τον κοπο να θυμωσει και κανενας.Ποιος γυριζε να ιδει τετοιο σκιαχτρο? Οι γειτονισσες γελουσανε κι εκεινες,και πειραζανε τ'ομορφο κοριτσι με λογια και με χωρατα.Μονο τ'ομορφο κοριτσι καθοτανε μοναχο του,κι εκλαιγε απ'το μεγαλο του κακο.Τι μου ητανε γραφτο!ελεγε.Να μ'αγαπησει ενα σκιαχτρο! Τοπαιρνε σαν καταφρονια και σα φοβερα. Και την επαιρνε το παραπονο,κι εκλαιγε μοναχη της.
Ο άσχημος άνθρωπος δε μπόρεσε να βαστάξει στη φλόγα της αγάπης. Τον εκαιγε μερα και νυχτα. Και οσο περνουσανε οι μερες,απο την πικρα και τον καημο του γινοτανε ολοενα ασχημοτερος. Οι διαβατες δεν κοιταζανε πια. Γυριζανε το κεφαλι τους με τρομαρα. Τα σκυλια τον γαυγιζανε απο μακρια. Τρελαμενος απ'την αγαπη ειδε κι αποειδε,και μια νυχτα εβαλε ενα τρομπονι στα μηλιγκια του,και σκορπισε στον ανεμο το ασχημο προσωπο του. Το πρωι τον βρηκανε κατω απο τα παράθυρα του κοριτσιού. Σημαδι δεν εμεινε πια απ'την ασχημια του,και χρειαστηκαν αλλα σημαδια ,για να γνωρισουν ποιος ητανε. Κανενας δε τον λυπηθηκε, κανενας δεν τον εκλαψε, και σαν τον θαψανε, σαν σκυλι την αλλη μερα, ανδρες και γυναικες γελουσαν με τα παραξενα που γινονται στον κοσμο. Μα τ'ομορφο κοριτσι δε μπορουσε να βασταξει την καταφρονια, που της εκαμε η αγαπη ενος σκιαχτρου. Δε μπορουσε να χωρεσει ο νους της, πως μεσα σε τοσα κοριτσια, όμορφα κι άσχημα, διάλεξε αυτηνε να την αγαπήσει. Κι απ'την ήμερα που σκοτώθηκε για την αγάπη της,το πήρε σαν παράπονο,και σιχάθηκε η ίδια την ομορφιά της. Οι γειτόνισσες, που την έβλεπαν αχνή και λυπημενη,την πειραζανε περισσοτερο, αντι να την παρηγορησουν. Της λέγανε για την αγάπη του ασχημου ανθρωπου, για την ομορφια της, που μάγεψε ένα σκιαχτρο, για το σκοτωμο του. Τ'ομορφο κοριτσι το πηρε το μαραζι. Εκλαιγε κρυφα απ'τον κοσμο, κι ελιωνε σαν κερι. Κι όλο έλιωνε,ωσπου μια μερα εκλεισε τα ματια της με τα μεγαλα ματοκλαδα,και δεν τ'άνοιξε πια.
Ο κόσμος εκλαψε τον αδικο χαμο της, κι οι τραγουδισταδες της βγαλανε τραγουδι. Μα τα φθονερα κοριτσια λεγανε, πως πεθανε κι αυτη απ'την αγαπη του, πως ενας κρυφος καημος την εφαγε για τον ασχημο ανθρωπο, και πως ολα γινονται στον κοσμο. Κανενας ομως δεν το πιστεψε. Ετσι ο ασχημος ανθρωπος σε λιγο καιρο πηρε μαζι του την αγαπη του, και δεν την αφησε να την χαρει αλλος κανενας στον κοσμο. Και είναι μια αληθινή ιστορία, που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας το σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα.