Βαβυλωνία/Πράξις πρώτη

Από Βικιθήκη
Βαβυλωνία
Συγγραφέας:
Πράξις πρώτη


ΣΚΗΝΗ Α΄[Επεξεργασία]

(Ξενοδοχείον όπου εισέρχονται οι εν τη σκηνή)
Ανατολίτης, Ξενοδόχος


ΑΝΑΤ. (Καθ' εαυτόν) Λοκάντα, λοκάντα λέανε, άκουγα, άμμα τι πράμα είναι ντεν ήξερα...· πρώτη βολά γλέπω·.. Εντώ πέρα ούλα αλά φράγκα είναι ψιλολογιά κομμέ να...· υ...!! σουφράδες, τσανάκια, τσομπλέκια, ποτήργια! ούλα σειρά σειρά είναι ντουζντισμένα... Άμμα φαγιά, τίποτα...· τσιμπούκια, όχι...· καφέ, μαφέ, όχι...· γιατάκι, τίποτα...· μαξιλάρια φιλάν φαλάν, ντεν έχει...· αμέ σα μετύση κανένας πού τα ιξαπλωτή για;... Αιντε μπακαλούμ...· τώρα πγια μπήκα που μπήκα...· αρτίκ ντροπής είναι να γυρίσω πίσου...· γένηκε το γένηκε... Κανένα ντε γλέπω...· ποιόνα να φωνάξω για; (φωνάζει)· Ει... Λοκάντατζη!!... ε Λοκάντατζη... Έι ύστερα; κανένας ντέν ακούγει... ν' άμπη και κανένας να ικλέψη ούλα αυτά, κανένας ντε γλέπει... (φωνάζει) Έι Λοκάντατζη...· λαιμός μου ιξεσκίστηκε άνταμ!

ΞΕΝ. Καλέ σεις! ποιος μιλλά μέσα; εν ακούτενε; Ίντα θέτενε να σας χαρώ;

ΑΝΑΤ. Άνταμ! Τρεις ώρες είναι· φωνάζω, φωνάζω, κανένας ντεν ακούγει...

ΞΕΝ. Κι ίντα θέτενε;

ΑΝΑΤ. Εντώ πέρα τί είναι;

ΞΕΝ. Λοκάντα.

ΑΝΑΤ. Έι! εντώ πέρα απ' ούλα είναι, αμμά φαγιά ντε γλέπω· τι τρώνε εντώ για;

ΞΕΝ. Είστεν κι άλλη βολά φερμένος άματις σε λοκάντα;

ΑΝΑΤ. Όχι.

ΞΕΝ. Δίκι' όχετεν άματις... κι ε γλέπετεν τη λίστα;

ΑΝΑΤ. Τι τα πη λίστα;

ΞΕΝ. (τω δίδει τον κατάλογον των φαγητών) Ορίστε, εδώ 'ναι γραμμένα τα φαγιά π' ούχουμεν.

ΑΝΑΤ. Αυτά είναι γραμμένα φιράγκικα.... εγώ ντεν μπορώ να ντιαβάσω.

ΞΕΝ. Ρωμαίικα 'ναι γραμμένα, μόν' εσείς εν τα βγάνετε· θέτενε να σας τα διαβάσω;

ΑΝΑΤ. Ναι, τζάνουμ· ντιάβαστο ν' ακούσω.

ΞΕΝ. (αναγινώσκει) Σούπα από κολοκύθια.

ΑΝΑΤ. Βάι, βάι, βάι...· χιτς ποτές κολοκύτια τσορμπά γένεται;

ΞΕΝ. Βραστό βουδινό.

ΑΝΑΤ. Εγώ άρρωστο ντεν είμαι· ντε τέλω.

ΞΕΝ. Εντράδα, κιοφτέδες, γιουβαρλάκια, ντολμάδες, για χνί, μακαρόνια, ατζέμ πιλάφι.

ΑΝΑΤ. Α, ιστέ τούτα είναι καλό φαΐ· κατάλαβα αρτίκ, κατά λαβα... φτάνει σε πγια... Ό,τι υρέψει κανένας, τόνε φέρνεις;

ΞΕΝ. Και του πουλιού το γάλας να γυρέψη φέρνω το.

ΑΝΑΤ. Άφεριμ, άφεριμ· κι εγώ ετούτο τελώ..· τζάνουμ, όνομά σου πώς το λένε;

ΞΕΝ. Μπαστιάς δούλος σας.

ΑΝΑΤ. Να ζήσης, τζάνουμ, μισέ Μπαστιά· παστουρμά καϊσερλίτικο έχεις;

ΞΕΝ. Έχω να σας χαρώ, κι αφ' το φίνο...

ΑΝΑΤ. Εμένα φκιάσε με παστουρμά με τ' αυγά· κρομύδι μπόλικο, βούτουρο μπόλικο, πιπέρι μιπέρι, εσύ ξέρεις πγια, καρντιά μου εκείνο ύρεψε ζέρεμ.

ΞΕΝ. 'Ενοια σας, να σας χαρώ, και σας το φτιάνω κατά πώς το θέτενε, και καλύτερα... Καθήστεν τώρη.

ΣΚΗΝΗ Β΄[Επεξεργασία]

Πελοποννήσιος, Ανατολίτης


ΠΕΛ. (Εισέρχεται και χαιρετά τον Ανατολίτην). Ώραν καλή της αφεντιάς σας.

ΑΝΑΤ. Καλώς το, καλώς το.. .· κάτσε.

ΠΕΛ. Έχετε την Εφημερίς;

ΑΝΑΤ. Φημερίδα τελείς;

ΠΕΛ. Ναίσκε...· την Εφημερίς της Ελλάς.

ΑΝΑΤ. Κύτταξ' εκεί πέρρα, τραπέζι απάνου κάτι χαρτιά είναι...· σακίν να μην είναι φημερίδα;

ΠΕΛ. Μάλιστα...· (λαμβάνων από μίαν τράπεζαν την εφημερίδα,αναγινώσκει καθ' εαυτόν).

ΑΝΑΤ. Έι ύστερα; εσύ μονάχο σου ντιαβάζεις, μονάχο σου ακούς...· ντε λες κι εμένα κανένα χαβαντήσι γράφει φημερίδα;

ΠΕΛ. Τέλος πάντων οι βασιλιάδες αποφασίσανε να λευτερώσουνε την Ελλάς... · πάει... · τον ξωρκίσανε πγια το μαγκούφη το Μπραήμη.

ΑΝΑΤ. Έτσι γράφει φημερίδα; για να δγιω... (παρατηρεί την εφημερίδα χωρίς να την αναγνώση)· 'Ει αρτίκ, ιψέματα σώτηκε πγια...· λευτερία ήρτε.

ΣΚΗΝΗ Γ'[Επεξεργασία]

Χίος, Κρης, Αλβανός, Λογιώτατος, Κύπριος
(Εισέρχονται όλοι ομού)


ΧΙΟΣ Καλέ σεις, μάθετεν τα μαντάτα; ήκαψαν την αρμάδα του Μπραήμη στο Νιόκαστρο...

ΑΝΑΤ. Ποιος έκαψε; αλήτεια;

ΧΙΟΣ Κι ε γλέπετεν τα τζαγκιά μου π' ουν όλο λάσπες π' ούτρεχα να μάθω; ε σας χωρατεύγω, να χαρώ την τσάτσα μου.

ΠΕΛ. Ναίσκε, τα σωστά λέγει· έτσι είναι...· να, το γράφει και στην Εφημερίς

ΛΟΓ. (λαμβάνων την εφημερίδα εις χείρας). Νέαι τινές αγγελίαι γεγράφανται;

ΠΕΛ. Νέαι, και νέαι.. .· πάει ο Μπραήμης πίσων τον ήλιο.

ΛΟΓ. Πώς δε; ηλευθέρωται Ελλάς;

ΑΝΑΤ. Ιστέ, Μόσκοβο, Φραντζέζο, Εγγλέζο, έκαψε καράβια Ιμπραήμ πασσά, βέσσελαμ ντε ντιαβάζεις φημερίδα; εσύ είσαι Λογιώτατο.

ΛΟΓ. Οι στόλοι των Δυνάμεων;

ΑΝΑΤ. Τι λες άνταμ; κύριε των δυνάμεω; σαρακοστή ακόμα ντε ν ήρτε.

ΑΛΒ. Πρα, τι χαμπέρι ορέ;

ΑΝΑΤ. Καινούργια χαβαντήσια.

ΑΛΒ. Πλιάτσκα ορέ;

ΑΝΑΤ. Πλιάτσκα, 'μάτσκα ντεν είναι. Μόσκοβο, άνταμ, Φραντζέζο, Εγγλέζο, έκαψε καράβια Ιμπραήμ πασσά...· άκουσες τώρα;

ΑΛΒ. Πρα, πού ορέ να το κάψης το καράβγιες; στο Κότρο;

ΑΝΑΤ. Τι τα πη κότρο;

ΧΙΟΣ Στην Κόρθο άματις θε να πη... Όσκε, στο Νιόκαστρο.

ΚΡΗΣ Έμαθά το δα κι εγώ πουρί ντεντίμ.

ΧΙΟΣ Εμάθετέν το κι εσείς; (προς τους άλλους) Γλέπετεν; ε σας ήλεγα' γώ, κι ε μου πιστεύγατεν; τώρη πλεια πρέπει να ξεφαντώσουμε.

ΠΕΛ. Τώρα ναι, χρειάζεται να κάμουμε ένα καλό γλέντι.

ΑΝΑΤ. Τι; τσουμπούσι; άιντε ντε!! άμμα να κάτσουμε ούλοι σ' ένα σουφρά.

ΧΙΟΣ Ναίσκε, όλοι να κάμουμεν μιαν παρέγια με το ρεφενέ μας.

ΛΟΓ. Και δη ευθυμητέον τήμερον, και πανηγυριστέον την της Ελλάδος παλιγγενεσίαν...· καγώ μεθ' υμών.

ΑΝΑΤ. Κάτεσαι κι εσύ μαζί μας σουφρά Λογιώτατε;

ΛΟΓ. 'Εγωγε.

ΑΝΑΤ. Τζάνουμ, Λογιώτατε, μπαμπά σου γλώσσα γιατί ντε μιλάς;

ΛΟΓ. Την των προγόνων διαλέγεσθαι χρη.

ΑΝΑΤ. Εγώ χρη μη, γόνω, μόνω, ντε ξέρω· γιατί ντε μιλάς ρωμαίικα, έριφ;

ΛΟΓ. Ταύτην γαρ και μεμάθηκα.

ΑΝΑΤ. Όρσε κι άλλο!!! εγώ λέω, γιατί ντε μιλάς ρωμαίικα, εκείνο με λέει, μεμανάτηκα, πανάτηκα...· αν μπορής κατάλαβε πγια.

ΧΙΟΣ Καλέ, ίντα θα κάμουμεν τώρη; εν καθούμεστεν πλια;

ΑΛΒ. Πω, να το κόμης ανταλέτι μαζί, ορέ.

ΑΝΑΤ. Ναι, ούλοι σ' ένα σουφρά να κάτσουμε, τζάνουμ.

ΑΛΒ. Χα, χα. καλό είναι έτσι, ορέ.

ΚΥΠΡ. Σα θα κάτσουσιν όλοι τούτοι να φάσιν, τρώω κι εώ.

ΧΙΟΣ Να διαβάσουμεν τώρη τη λίστα, να δγιούμεν ίντα φαγιά μας έχει... Λογιώτατε, διαβάστεν τη εσείς τη λίστα (τω δίδει τον κατάλογον).

ΛΟΓ. (αναγινώσκει) Σούπαν από κολοκύνθια, βραστόν βουδινόν, εντράδαν, κιοφτέδας, δολμάδας... (αφίνει τον κατάλογον). Ταύτα τουρκιστί εγεγράφατο, άπερ δη και ιλιγγιά με αναγινώσκοντα. (προς τον Κύπριον) Ανάγνωθι ουν συ, Κύπριε.

ΚΥΠΡ. (αναγινώσκει) Πουρέκκιν, κεπάππιν, καταΐφφιν, ψωμμίν, κρασσίν, τυρίν, ψάριν ψηττό, ψάριν βραστό, φρούττα και ποκλαβάτην.

ΑΝΑΤ. Άνταμ! μπακλαβά πες το μπρε!... (προς τον ξενοδόχον) Αμέ ντικό μου παστουρμά;

ΞΕΝ. Ότοιμος είναι, να σας χαρώ.

ΑΛΒ. (προς τον ξενοδόχον).Πρα, ορέ Λοκάντα...· πω εσύ ορέ Λοκάντα! πρετζέσι ορέ, δεν έχει;

ΞΕΝ. Ίντ' αν αυτό το πρετζέσι;

ΑΛΒ. Πρα να το παίρνης εσύ ορέ συκώτι, να το βάνης στο κιομλέκι, να το ρίχνης και πολύ πολύ σκορδάρι, πρα να το τριβής μέσα και ψίχα ψίχα κουραμάνα, να το κάνης ανταλέτι.

ΞΕΝ. Θέτεν το άματις να σας το φτιάξω;

ΑΛΒ. Πρα να το ζήσης, ορέ...· χα, χα· να το φκιάνης, πω κι εγώ να το πλερώνης ούλο βενετίκες.

ΞΕΝ. Οχονούς σας το φτιάνω. (καθ' εαυτόν) Ούργιος είν' και τούτος στην πίστι μου.

ΛΟΓ. Άξον δη καμοί πλακούντα, τον και μάκαρες ποθέουσιν.

ΑΝΑΤ. (προς τον Ξενοδόχον) Μισέ Μπαστιά, μισέ Μπαστιά...· έλα...· έλα...· Λογιώτατο μακαρόνια τέλει.

ΛΟΓ. Ουχί, αλλά πλακούντα και δη είρηκα τον και μάκαρες...

ΑΝΑΤ. Ιστέ μακαρόνια για, εσύ καμήλα είσαι να φας χαμούρι; άνταμ, ντεν τρως ντολμά σαν το γρότο μου, κιοφτέ σαν το παπούτσι μου, μόνε μακαρόνια ύρεψες;

ΛΟΓ. Ουκ έγνωκας.

ΑΝΑΤ. Έγνωκας, μέγνωκας, ντεν έχει αρτίκ· εσύ καλό φαΐ ποιο είναι ντεν ιξέρεις. (προς τον ξενοδόχον) Μισέ, (καθ' εαυτόν) -αλλάχ τζιζά βερσίν ούλο ιξεχνώ όνομα του...· α...· Μπαστιά...· ηύρα- μισέ Μπαστιά, τσιμπούκι ντε ν έχεις εντώ πέρα;

ΞΕΝ. Έχω, να σας χαρώ...· ορίστε... (τω δίδει).

ΛΟΓ. Άγε δη μοι και τριχείας τεταριχευμένους συν οξυγάρω τε και ελαίω.

ΞΕΝ. Ίντ' άπετεν;

ΠΕΛ. Τριχιές γυρεύει να τον δέσουνε...· μοιάζει μουρλάθηκε ο κουρούνης.

ΞΕΝ. Καλ' αλήθεια κουζουλαθήκετεν και θέτενε να σας δέσουμεν; κι ως πόσες οργιές τις θέτε ν' άνε;

ΛΟΓ. Ούμενουν αλλά τριχείας και δη έφην, τους και σαρ δέλας βαρβαριστί καλουμένους.

ΞΕΝ. Κι ε λέτενε να σας φέρω σαρδέλες, μόνε λέτεν τρι χιές; (καθ' εαυτόν) Κι εν είν' κουζουλός τώρη; να χαρώ την τσάτσα μου, για δέσιμο σας έχω, κι έννοια σας.

ΛΟΓ. Και δη άγαγέ μοι και σωλήνα.

ΞΕΝ. Εν ηφέρανε σήμερις σουλήνες...· χάβαρα έχουνε... θέτεντα;

ΛΟΓ. Ουχί, αλλά καπνοσύριγγα...

ΑΝΑΤ. (προς τον ξενοδόχον) Σύριγγα υρεύει Λογιώτατο· σφίξι έχει.

ΛΟΓ. Ουκ, αλλά το νικοτιανάγωγον, είρηκα, αμφί τη χοάνη και τη νικοτιανοπήρα.

ΑΝΑΤ. Σακίν τσιμπούκι τελείς κ' εσύ; ζέρεμ τσιμπούκι μου πολύ κυττάζεις.

ΛΟΓ. Και μάλα γε, καπνιστέον και γαρ.

ΑΝΑΤ. Αι μπουταλά, άι!! Και ντε λες τσιμπούκι, μόνε ανα κάτωσες ούλα τα πράματα, σουλήνες, μουλήνες, συρίγγες, μυρίγγες; πολύ σασκίνη άντρωπο είσαι, να με συμπατήσης.

ΚΥΠΡ. (προς τον Ξενοδόχον) Φέρε κι εμένα απ' εκείνο το πώς το λέσιν.

ΞΕΝ. Ίντα λέσιν θέτενε κι εσείς πάλι;

ΚΥΠΡ. Το χαλλούμιν.

ΞΕΝ. Ίντ' αν τούτο το χαλλούμιν πάλι; πρώτη βολά τ' ακούγω, να χαρώ τον πάη μου.

ΚΥΠΡ. Το χαλλούμιν είν' τυρίν που τρώσιν το· (καθ' εαυτόν) πίσσαν ν' άχης...· ένα κουφφίνιν είχασιν στο παζάριν, και πουλλάγασίν το.

ΞΕΝ. Εν το ξέρω, κι εν έχω, κι εν τ' άκουσα ποτές μου. (καθ' εαυτόν) Καλέ τούτοι του διαβόντρου οι γυιοί να μου τον πιπιλήσουνε θένε το νου μου. (αναχωρεί).

ΣΚΗΝΗ Δ'[Επεξεργασία]

Χίος, και οι λοιποί


ΧΙΟΣ Κι εν τρώμεν πλια;

ΑΝΑΤ. (καθ' εαυτόν) Να τρώμε, άμμα ντικό μας παστουρμά ντεν ήρτε· να, να, μύρισε, μύρισε...· άλλα αλέμ έφκιασε.

ΞΕΝ. Ότοιμα, να σας χαρώ, όλα.

ΑΛΒ. Πρετζέσι ορέ, λοκάντα.

ΞΕΝ. Κι εν ακούτεν που χτυπά το σκορδοστούμπι στα μάτια των οχτρώ μας; εκείνο φτιάνει, κι είν' ότοιμο. (το φέρει).

ΑΛΒ. (προς τον Ξενοδόχον). Χα, χα, χα, ορέ, ανταλέτι...· πρα να το ζήσης εσύ, ορέ, εσύ.... τώρα, ορέ, να το δίνης και μπαχτσήσι. (βάλλει το χέρι εις το κόλπον του και ζητεί να εύρη χρήματα). Τφου, αλλά μπελιά βερσίν ορέ, νούκου χοντρό· (δεν ευρίσκει χρήματα) πω στέκα - εσύ ορέ-ψίχα πρα να λύνης το κεμέρι, (προσποιείται ότι θα λύση τη ζώνη του).

ΞΕΝ. Έννοια σας τώρη...· φήτεν, κι ύστερις πλερώνετεν μια κοπανιά.

ΧΙΟΣ Τώρη πλια να ξεφαντώσουμε.

ΞΕΝ. (φέρει τον παστουρμάν). Ορίστε, να σας χαρώ, μισέ χαντζή, τον παστουρμά σας, κατά πώς τον θέτενε...· ε θε πολύ λεμόνι...· έφτιαξά σας πράγμα, που να τρώτεν και να πιπιλίζετεν τα δάχτυλά σας.

ΑΝΑΤ. Ωχ, ωχ, ωχ! άφεριμ, μισέ Μπαστιά, άφεριμ...· παστουρμά ένα χαζνέ αχρήζει...· πιρ ολ. (Τρώγουν).

ΣΚΗΝΗ Ε'[Επεξεργασία]

(Ο Χίος μέθυσος ατακτεί, συντρίβει τα εν τη τραπέζη και ζητεί όργανα μουσικά)
Χίος, και οι λοιποί


ΧΙΟΣ Βάρτε να πγιούμε, διαβόντρου κουλλούκια... (πετά εν ποτήριον).

ΑΝΑΤ. (καθ' εαυτόν) Χιώτη μέτυσε... Να...· τσάκισε ποτήρι...· να.

ΧΙΟΣ Οχού!!! (πετά το καλπάκι τον)

ΑΝΑΤ. (Καθ' εαυτόν) Μέτυσε, α τζάνουμ...· λόγια ντε τέλει...· να, πέταξε καλπάκι του. Χιώτη πριχού να πγιη είναι κομμάτι τρελλό, άμμα όντας μετύση κιόλας, αρτίκ μπιτούν μπιτούν τρελλό γένεται...

ΧΙΟΣ (αρπάζει το κάλυμμα της κεφαλής του Ανατολίτη και το πετά).

ΑΝΑΤ. Έι ύστερα; ντικό σου καλπάκι πέταξες, ντικό μου σαρίκι τι τελείς που πετάς για; ντίπ' τρελλό είσαι, ζάβαλη...

ΧΙΟΣ (αρπάζει το κάλυμμα της κεφαλής του Πελοποννησίου ομοίως)

ΠΕΛ. Τήραξε κει χάμω καμώματα του μαγκούφη· πέταξε το κεφαλογιούρι μου, και το συγκύλησε, όσο που με τ' όχρισε...· μπα να ρέψης μουρλέ, με τα καμώματα σου αλήθεια.

ΧΙΟΣ (αρπάζει την σκούφια του Λογιωτάτου και την βλέπει στρέ φων αυτήν πανταχόθεν· προς τον Λογιώτατον) Εν πετάς κι εσύ, διαβόντρου γυιέ, το καλούπι σου, π' ούναι γιο μάτο γάσσα; ούφου, ούφου... (την πετά).

ΛΟΓ. Του χάριν κακοήθως πράττεις; και δη τιμωρητέον σε κακοηθείας ένεκα.

ΧΙΟΣ Φέρτεν τώρη τα σημάρματα...· ωφού!

ΑΝΑΤ. Τι τα πη σημάρματα;...· εσύ τρελλάτηκες, άνταμ!

ΧΙΟΣ Βγιολιά, διαβόντρου μισέ χαντζή...· ωχού...· βγιολιά, λαγούτα... (φωνάζει). Ωχού...· και φέρτεν τα γλήγορις ...· ήσκασα, φέρτεν τα...· (συντρίβει άλλο εν ποτήριον).

ΑΝΑΤ. Ετούτος, ούλα τα τσακίση αγάλια, αγάλια...· εγώ είπα...· α τζάνουμ, Χιώτη τρελλό είναι, μέτυσε κιό λας; αρτίκ τίποτα ντε τ' αφήκη σουφρά απάνου, ένα ένα ούλα τα τσάκιση.

ΞΕΝ. (Προς τον Χίον) Μισέ Μπουρλή!

ΧΙΟΣ Τι και;

ΞΕΝ. Εν είναι σημάρματα.

ΧΙΟΣ Κι αμέ διαβόντρου γυιέ; κι εν έχει πούπετις μαθές; κι εν είν' καμμιά λύρα, καμμιά σφυρίχτρα;

ΑΝΑΤ. Μπρε, καμπά ζουρνά μπιλέμ ντεν έχει.

ΞΕΝ. Εν είναι...· εν είναι.

ΧΙΟΣ Παίζουμεν τα κουτάλια, και τραγουδούμεν κιόλας... (προς τον Πελοποννήσιον) Βρε διαβόντρου Μωραΐτη, ε λέτενε κάνα τραγούδι;

ΞΕΝ. (Καθ' εαυτόν) Ου να χαθής ντε, μουρλούλιακα... Τι κακό ζακόνι που τ' όχουνε τούτ' οι Χιώτες! σα μεθύσουνε μουρλαίνουνται από μίας, και δεν ξέρουνε τι κάμουνε...· Χάσου ντε μουρλέ, αλήθεια κι απ' αλήθεια!!!

ΧΙΟΣ (Κεντά τον Πελοποννήσιον με την χείρα του) Και πήτε τώρη, πήτεν, καλέ, πλια ένα τραγούδι... (πετά εν πιάτον, και φωνάζει) Ωχού!!!

ΠΕΛ. Κόρακας ντε, μαγκούφη...· μ' έσκιαξες με τα σκουξίματά σου...· τι σκούζεις σα μουρλός, και με σπρώχνεις; (προς τους άλλους) Να πούμετε όλοι απ' όνα τραγούδι, για να γλυτώσουμ' απ' αυτουνού του μουρλού τα χέργια. (προς τον Χίον) Αρχίνα ντε! κόφ' το σβέρκο σου!

ΣΚΗΝΗ ΣΤ'[Επεξεργασία]

(Καθ' εις εξ αυτών λέγει και από εν τραγούδι κατά το έθος της πατρίδος του)


ΧΙΟΣ Και λέτεν να κάμω' γώ την αρχή; ας πω πλια έναν, μα θα πήτεν κι εσείς ύστερις απ' όνα (τραγωδεί)

  «Σ' ώριον περιβολάκι με τ' άνθη στολισμένο,
  μιαν άνοιξι διαβαίνω να παρηγορηθώ.
  (Προς τους άλλους) Πιάντε το ίσο, διαβόντρου γυιοί, κάμτεν εσείς το γάδαρο...· ω, ω, ω.

ΟΛΟΙ Ω, ω, ω, ω, ω, ω, ω,

ΧΙΟΣ (Εξακολουθεί)

  «Να ξεφαντώσ' ο νους μου απέ τις λογισμούς μου,
  γιατί με βασανίζουν τα κάλλ' οπού θωρώ.

ΟΛΟΙ Ω, ω, ω, ω.

ΧΙΟΣ Και κάμτε τόντε καλά το γάδαρο...· ω, ω· εν ηξέρετεν μαθές τα ψαρτικά, πα βου, ζαζά, και ζα να γενήτενε;.... (Εξακουλουθεί)

  «Θωρώ μιαν περιστέρα,
  κι επότιζεν τα δένδρη
  απέ το κρύο νερό». (Ωχού τσάτσα μου κουζουλάθηκα).

ΟΛΟΙ Ο, ο, ο, ο, ο, ο.

ΧΙΟΣ Πήτεν τώρη κι άλλος... (προς τον Ανατολίτη) Ελάστεν τώρη εσείς, μισέ χαντζή, πήτεν πλια. (μεγαλοφώνως)

Πήτεν...· πήτεν.

ΑΝΑΤ. Σώπα ν' δγιούμε· άι ντελί ζιρζόπ ντικό μου αράντα είναι; χάιντε ας πω πγια. (τραγωδεί)

  «Τε ν' αρχινήσω, α ντουντούμ,
  να σε παινέσω, α κουζούμ. ντουντούμ
  όσον κρατ' ο σεβντάς
  το ντούλο σου μην τον ιξεχνάς».

(Προς τους άλλους) Τραβούντι, τραβούντι, ιστέ αυτό είναι...· ντεν είναι καλό;... Ηξέρω κι αλλά ακόμα, άμμα φωνή μου πγιάστηκε...· βήχα έχω πολύ...· απόψι ούλη νύχτα γκούχου, γκούχου το πάγαινα...· μεγάλος άστρος βγήκε, εγώ ακόμα έβηχα· κατόλου μάτι μου ντεν εσφάλιξα...· γιόξαμ έλεα τραβούντια όπου ούλοι ν' απομείνετε ιξεροί απέ το μακάμι. Ίλλεμ ν' άναι νύχτα, και ν' άχης φορτωμένες ένα κατάρι καμήλες αράντα, αράντα, κι εσύ απάνου στο γκαϊντούρι να τραβουντίζης και να παγαίνης...· ωχ...· (προς τον Πελοποννήσιον). Ει, Μώραλη πραματευτή...· τώρα ντικό σου αράντα ήρτε, πες το τώρα.

ΠΕΛ. (Τραγωδεί)

  «Πέντε πο, μώρ' πέντε πο,
  πέντε ποντικοί βαρβάτοι.
  Πέντε ποντικοί βαρβάτοι,
  μου χάλασαν το κρεββάτι.
  Κι άλλοι τρεις, μωρ' κι άλλοι τρεις,
  κι άλλοι τρεις μουνουχισμένοι
  μου το σιάχναν οι καϊμένοι»

(Προς τον Κρήτα) Έλα Κρητικέ, πέσε και συ τώρα ένα.

ΚΡΗΣ (Τραγωδεί).

  «Έπαρ' εσύ τη λύρα σου,
  κι εγώ τον ταμπουρά μου,
  ν' ακούσης ντα θα να σου πω,
  π' όχω μέσ' στην καρδιά μου.
  Όταν σε πρωταγάπησα ήτανε ραμαζάνι
  κι εκόλλησ' η αγάπη μου σα μέλι στο σαγάνι.
  Πούρι, πούρι, πούρι, πούρι, έχεις κούτελο και μούρη».

(Προς τους άλλους). Νάχα δα, ντεντίμ και τη λύρα μου ομάδι, διάλε τον ένα σας π' ούθελε ν' άβγη μπροστάς μου.

ΑΛΒ. Πω να το λες, ορέ, κι εγώ ψίχα τραγούδιες. (τραγωδεί)

  «Τρία πουλάκιες κάθουνται
  στο Διάκο στο ταμπούργια...
  τ' όνα τηράει τη Ρούμελη,
  γιου...· και τ' άλλο το Ντερβένιες,
  το τρι, μωρέ, το τρι, το τρίτο το καλύτερες,
  ου...· μυργιολογάει και λέει...·
  πού είσαι...· γιου...· γιόνα, μωρέ γιόνα».
  (Προς τους άλλους) Πώ ν' άχες, ορέ, ψίχα και το γιογκάρι να το βάργιες...· πω να το λένε τα- τα- τα κρικόνια, να το-το γλέπεις, ορέ, χαβά.

ΚΥΠΡ. Σαν τ' άπασιν όλοι, ας πω κι εώ. (τραγωδεί)

  «Γιομίζζω το γαλλούνιν μου
  καπνόν 'πού το πουντζίν μου,
  πυρκοολλώ, κι αμάν, αμάν,
  πυρκοολλώ κι αφτένω το, λαμπρόν
  'πού το βλαντζίν μου...
  αχ μαργιώλλισσα».

ΑΝΑΤ. (φωνάζει) Ντι ι ι ι ι, χάιντε, χάιντε!...

(καθ' εαυτόν). Χιώτη, είπα, μέτυσε· άμμα κι εγώ παρακάτου ντεν παγαίνω...· μέτυσα, α τζάνουμ... μέτυσα...· αρτίκ πολλά λόγια ντε τέλει.

ΣΚΗΝΗ Ζ'[Επεξεργασία]

Ανατολίτης, Λογιώτατος, έπειτα οι λοιποί


ΑΝΑΤ. (Προς τον Λογιώτατον σκεπτόμενον) Ολάν, Λογιωτοτώτατε.. .· σιού...· εσένα λέω...· μπε σασκίν σοφτά... Λογιωτοτοτοτώτατε...· ντεν ακούς;... τι συλλογιέ σαι ολάν, σαν Αρμένη πετερά του πετάνε; ντεν τραβουντίζεις κι εσύ;

ΛΟΓ. Ουκ έμαθον άδειν, ειμή ύμνους.

ΑΝΑΤ. Εσύ πες, και πες ύμνος... (προς τονς άλλους) Τζάνουμ, σωπάτε τώρα...· Λογιώτατο ύμνος τα πη, ν' ακούσουμε... (προς τον Λογιώτατον) Ντε, να ντγιούμε...· αρχίνησε ντε!!!

ΛΟΓ. (Άδει μεγαλοφώνως) ΖΕΥ!!!

ΑΝΑΤ. Με τρόμαξες, άνταμ...

ΛΟΓ. (Εξακολουθεί)

«Ζευ, μακάρων και ανθρώπων συ μόνε γονεύ, ύψιστε σταθμεύ, και διανομεύ...

ΑΝΑΤ. (Καθ' εαυτόν, εμπαίζων τον Λογιώτατον) Ευ μακαρόνια ευ, ζευ μακαρόνια ζευ...· τζάνουμ, ερίφη καρντιά μακαρόνια τέλει, ντε βαζγκεστίζει.

ΛΟΓ. (Εξακολουθεί)

  «Επίτριψον, επίτριψον,
  τους σε κακαγορούντας».

ΑΝΑΤ. (Προς τον Λογιώτατον) Τ' όσωσες; τούτο είναι ύμνος; γιόξαμ έχει κι άλλο ακόμα; άι, κάχπ' όγλου, αι...· κι εγώ τάρρεψα ύμνος κάτι μεάλο πράμα είναι είπα...· τούτο ένα ζευ μεάλο μεάλο κόπτησε, τρόμαξα· ύστε ρα αρτίκ ευ, ζευ, μακαρόνια είπες, στα υστερνά τρίψε και κακά είπες... Αφεριμ...· ταμάμ ύμνος...· και του χρόνου... (παίρνει εν κομμάτι μπουρέκι). Έλα τώρα, Λογιώτατε, άνοιξε ιστόμα σου.

ΛΟΓ. Ου χωρεί τω στόματί μου.

ΑΝΑΤ. Ντε, κιοπόγλου· χωρεί, ντε χωρεί, εγώ τα χώσω...· α...· άνοιξε ιστόμα σου λέω.

ΛΟΓ. Ιδού.

ΑΝΑΤ. Ιντού μιντού ντεν έχει...· κατάπιε το...· ούλο μια βούκα, ντε.

ΛΟΓ. Ουχ εκών μεν, καταπιώ δε· και δη τι ποιητέον; ανεκτέον των πάντων.

ΧΙΟΣ Καλέ σεις, Λογιώτατε, που ξέρετεν τα λιανικά, «Σέντε μέντε κουντουσέντε και των άλλονών μισέντε», ξέρετε ίντα θα πη;

ΛΟΓ. Ου.

ΧΙΟΣ Ούσας, κι ο μισέ Περής αντάμα, (προς τους άλλους). Κι ε χορεύγουμεν άματις;

ΠΕΛ. Να χορέψουμε.

ΑΝΑΤ. Άιντε ντε, σηκωθήτε...

ΟΛΟΙ Να χορέψουμε... (χορεύουν).

ΧΙΟΣ (φωνάζων) Βάρτεν κρασί στα ποτήργια να πγιούμενε... (παίρνει εν ποτήριον· προς τους άλλους) Πάρτεν κι εσείς απ' όνα...· εβίβα...· στην υγειά μας, καλή γεια...· στην υγειά της λευτεριάς.

ΟΛΟΙ (Παίρνουν από εν ποτήριον) Εβίβα!!!

ΑΝΑΤ. Σία λευτεριά.

ΑΛΒ. Εις υγείαν της, εβίβα της...· χαιράμενοι.

ΟΛΟΙ (κτυπώντες τα ποτήρια) Εβίβα!!!

ΑΛΒ. Για το λευτεριά, ορέ, ζτρου...· ορέ, ζτρου... (κτυπά και αυτός).

ΟΛΟΙ Εβίβα!!! (πίνουν).

ΣΚΗΝΗ Η'[Επεξεργασία]

Ανατολίτης, Λογιώτατος, Ξενοδόχος
(Οι άλλοι σιωπούν καθήμενοι)


ΑΝΑΤ. (Προς τον Λογιώτατον) Εσύ γιατί ντεν εχόρεψες καλά;

ΛΟΓ. Ουκ έμαθον ορχείσθαι.

ΑΝΑΤ. Μάτε τώρα...· να, σήκω ένα σου ποντάρι, χτύπα άλλο σου ποντάρι, γένηκε χορός, πάει λέοντας.

ΛΟΓ. Έα με... (προς τον Ξενοδοχον) Άξον μοι νηφοκοκκόζωμον.

ΑΝΑΤ. Ντεν ντρέπεσαι εσύ, κοντζά μου Λογιώτατο, νύφη τελείς; πού ν' αυρούμε τώρα νύφη για; (προς τον Ξενοδόχον) Έλα, έλα, μισέ Μπαστιά, Λογιώτατο νύφη υρεύει.

ΞΕΝ. (Προς τον Λογιώτατον). Καλέ σεις, εν ντρεπούστενε να λέτεν πως θέτενε νύφη; και πού να σας την ευρούμεν τώρη;

ΛΟΓ. Ουχί, αλλά νηφοκοκκόζωμον είρηκα.

ΑΝΑΤ. 'Ει, ιστέ, νύφη κοκόνα για; ένα ζουμί έχει παραπάνου.

ΛΟΓ. Ουκ έγνωκας, αγράμματε.

ΑΝΑΤ. Εγώ γράμματα ντε ξέρω, αμμά, νύφη κοκόνα υρεύεις, καλή ντουλειά ντεν είναι...· ετούτο καταλαβαίνω τι τα πη.

ΛΟΓ. Ω αναλφάβητε άνερ!!! και δη ζωμόν, έφην, του κόκ κου, ον υμείς οι βάρβαροι καφέ καλείτε.

ΑΝΑΤ. Καφέ τέλεις;

ΛΟΓ. Έγωγε.

ΑΝΑΤ. Έγωγες να γένης.. .· και ντε λες έτσι, μόνε λες νύφη και κοκόνα; πολύ σασκίνη άντρωπο είσαι· ατζαΐπικο, μπουταλά είσαι, να μη σε κακοφανή... Εγώ έτσι σασκίνη άντρωπο ντεν είδα ακόμα...· καρντιά του τέλει καφέ, και να υρεύη κοκόνα νύφη.... Ακόμα να δγιούμε τι τα υρέψης λοής κοπής ανάποντα πράματα.

ΣΚΗΝΗ Θ'[Επεξεργασία]

(Ο Ανατολίτης καθ' εαυτόν, παρατηρών τους άλλους).


ΑΝΑΤ. Ε!!! Χιώτη μέτυσε, κοιμάται· Μωραίτη λογαριάζει...· Κυπριώτη συλλογιέται...· Κηρτικό τσιμπούκι πίνει...· Λογιώτατο γράφει... Άμμα Αρβανίτη ντουλειά καλά ντεν παγαίνει... Να, να... γούρλωσε μάτια του, τρίζει δόντια του, τρίβει μουστάκι του...· άλλα αλέμ καβγκά τα κοπαρντίση γιατί κουρουλντίστηκε... Πολύ φοβού μαι· Αρβανίτη καυγκατζή άντρωπο είναι... Το κάμει α!!

ΣΚΗΝΗ Ι'[Επεξεργασία]

(Ο Αλβανός μεθυσμένος μαλώνει με τον Κρητικόν, πυροβολεί με την πιστόλαν, και τον πληγώνει πολλά ελαφρά εις τον βραχίονα)
Αλβανός, Κρης, Ανατολίτης


ΑΛΒ. Ορέ Κρητικά, ορέ...· πρα...· εσύ, εσύ, ορέ Κρητικά!...· πω, το γουρουνίζεις εσύ εμένα, ορέ το πα-πα-πα, το παλουκάρι;

ΚΡΗΣ Δεν κατέχω ετσά πράμα, μηδέ κατέχω σε πουρί, Θιός κι η ψυχή μου.

ΑΛΒ. Πώς, ορέ, να το λες έτσι, εσύ, ορέ, εσύ, π' ούρτες, ορέ, εγώ στο-στο-στο Κρήτη, ορέ; κι έρριχνες, εγώ, ορέ, εγώ, το-το-το τουφεκιές σα-σα-σαν το βροχάδες;...

ΚΡΗΣ Είπα σου το δα μαθές, δε σε κατέχω, ντεντίμ, διάλε τα πάσπαλα που θα θέσω στον άδη.

ΑΛΒ. Πρα, πώς το κάνεις έτσι, ορέ, που δεν το γουρουνίζεις; πω, σε γουρουνίζω εγώ...

ΚΡΗΣ Κατέχω δα σε, ντεντίμ, τώρα, π' ούρθες κι έφαγες τα κουράδια μας.

ΑΛΒ. (Με θυμόν) Τφου, αλά μπελιάβερσιν...· ποιος, ορέ, να τρως κουράδιες;

ΑΝΑΤ. (Καθ' εαυτόν) Ε!...· καυγκά τώρα σα μόσκο τα μυρίση.

ΚΡΗΣ Και γιάντα δα, ντεντίμ, ψώματ' άναι δα, που δεν αφήκατε κουράδια στην Κρήτη;

ΑΛΒ. Άιντε να χάνεσαι, πίθε μούτη. (Τρίζων τους οδόντας) Ποιος, ορέ, τ' όφαγες κουράδιες;

ΚΡΗΣ Εσύ δα, μαθές, κι οι σύντροφοι σου, ντεντίμ, και ολιάς.

ΑΛΒ. (Τον πτύει) Τφου, τεταχίνιε.

ΚΡΗΣ (Τον πτύει), Τφου...

ΑΛΒ. (Τον πτύει) Τφου, και συ μούτη... (εβγάζων την πιστόλαν) Να, ορέ, ποιος να τρως κουράδιες... (πυροβολεί, και φεύγει).

ΚΡΗΣ Ω, ω, ω· διάλε τσ' αποθαμμένοι σου και τσ' απομεινάροι σου· μ' εσκότωσες εδά.

ΑΝΑΤ. Ντεν είπα εγώ; Ιστέ, Αρβανίτη χουνέρι του έκαμε. (τρέχει προς τον Κρήτα) Πού χτύπησε; ιστέκα, ιστέκα· (βλέπει την πληγήν) ε!...· ζαράρι ντεν έχει, τίποτα...· μη φοβάσαι...· σήκω, σήκω, (τον σηκώνει ολίγον).

ΣΚΗΝΗ ΙΑ'[Επεξεργασία]

(Ο Ξενοδόχος ακούσας τον κρότον τον πιστολίου, τρέχει φωνάζων και οδυρόμενος)


ΞΕΝ. Ουγού, ουγού, ουγού...· ουγού διαβόντρου γυιοί...· αλλοί, αλλοί, αλλοί μου του κακόσορτου, ίντ' αν τούτο π' ούπαθα...· αλλοί.... (προς τον Χίον κοιμώμενον) Καλέ σεις, μισέ Μπουρλή, κοιμούστεν καλέ;

ΧΙΟΣ Ίντα πάθετεν;

ΞΕΝ. Φονικό, διαβόντραυ γυιέ, φονικό...· κι ε ξυπνάτεν πλια.

ΧΙΟΣ Και π' ούν' το άματις το χειμωνικό;

ΞΕΝ. Καλέ διαβόντρου κουλούκι, εγώ λέγω σας φονικό, κι εσείς ονειρευγούστεν χειμωνικό; εν ξυπνάτε τώρη, να δγήτεν τα αίματα;

ΧΙΟΣ Πιταού κι ήγλεπά το στ' όνειρο μου....· και ποιος να σας χαρώ, ήκαμέν το;

ΑΝΑΤ. Αρβανίτη χτύπησε Κηρτικό.

ΧΙΟΣ Και π' ούν' τος τώρη Αρβανίτης;

ΑΝΑΤ. Έφυγε...· χου...· αν το πγιάσης.

ΧΙΟΣ Ουγού, ουγού, ίντα δουλειές π' ουπάθαμεν. Ίντα να τον κάμωμεν τώρη τον Κρητικόν;

ΚΥΠΡ. Να το γιατρέψψουμε.

ΧΙΟΣ Και ποιος να τόνε γιατρέφη, να σας χαρώ;

ΚΥΠΡ. Εγώ το γιατρεύω... Φέρτε ξύδιν, λάδιν, ρακίν, στουπίν, μαστίχιν, και ένα σαχάνιν άψετε και λαμπρόν στη φουκούν, να το κάμω μεχλάμιν, να να τ' αλλείψω το γιαράν του.

ΧΙΟΣ (προςτον Ξενοδόχον) Μισέ Μπαστιά!...· ακούσετέν τα; φέρτεν τα...

ΞΕΝ. Οχονούς φέρνω σάς τα· μα εν κάμνει, να σας χαρώ, ν' άναι δω ο Κρητικός...· να τον σηκώσουμ' απ' εδώ. (Φεύγει).

ΚΡΗΣ Δεν μπορώ κια ολιάς να πουρήσω, Θιός κι η ψυχή μου.

ΚΥΠΡ. Σε καβαλλάμε στον άππαρο.

ΣΚΗΝΗ ΙΒ'[Επεξεργασία]

(Ο Ξενοδόχος εισέρχεται έντρομος, και ειδοποιεί τους άλλους, ότι έφθασεν η Αστυνομία).


ΞΕΝ. Καλέ σεις, καλέ σεις...· ουγού...· πλάκωσεν η Αστυνομία, πλάκωσε... Να...· έρχεται...· έρχεται...· αλλοί μου, αλλοί, αλλοί!!... Ίντα να σε κάμω τώρη; ήσβυσα πλια ο κακόσορτος...· ήσβυσα.