Ωδή του Πετράρχη

Από Βικιθήκη
Ἡ "Ὠδὴ" τοῦ Πετράρχη
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Διονύσιος Σολωμός


Chiare, fresche e dolci acque
Νερὰ καθαροφλοίσβιστα,
Γλυκύτατα καὶ κρύα,
Ποῦ μέσα ἀναγαλλιάζετο
Ἡ ἀσύγκριτη ὀμορφία·
Χλωρόκλαδα, ὅπου ἀκούμπησε
Τ' ὡραῖο της τὸ πλευρὸ
(Μ' ἀνοίγεται ἡ ἐνθυμούμενη
Καρδιὰ μὲ στεναγμό)·

Κ' ἐσεῖς ποῦ ἀπὸ τὸ μόσχο σας,
Δροσὸχορτα, δροσάνθη,
Ὁ κόλπος τοῦ φορέματος
Ὁ ἀγγελικός εὐφράνθη·
Ἀέρα, ἱερέ, ποῦ μ' ἔσφαξαν
Τὰ μάτια τὰ λαμπρά·
Ἀκούστε τὰ παράπονα
Ποῦ κάνω ὑστερινά.

Ἄν νὰ κλεισθοῦν οἱ μέραις μου
Δακρύζοντας μοῦ μέλλῃ
Ἀπὸ τὸ πάθος τὸ ἄπειρο,
Κι' ὁ οὐρανὸς τὸ θέλῃ,
Μιὰ χὰρην ἡ βαρειόμοιρη
Ψυχή μου ἐπιθυμεῖ,
Νὰ λάβῃ ἐδῶ τὸν τάφο της,
Κι' ὁλόγυμνη νὰ βγῇ.

Πικρός, πικρὸς ὁ θάνατος!
Ἁλλὰ δὲν εἶναι τόσο,
Ἄν τέτοια ἐπλίδα τῆς ψυχῆς
Ἐγὼ μπορῶ νὰ δώσω·
Γιατὶ ποῦ ναὔρη ἡ δύστυχη
Περσότερη ἡσυχιά,
Γιὰ νὰ γδυθῇ τὰ κόκκαλα,
Τὰ μέλη τ' ἀχαμνά;

Ἴσως καιροὶ θὲ νἄλθουνε
Ποῦ δὲ θὰ μὲ μισήσῃ
Ἡ ὡραιότης ἡ ἄσπλαχνη·
Καὶ θὰ ξαναγυρίσῃ
'Σ τὸν τόπο, ποῦ μ' ἀπάντησε
Τὴ μὲρα τὴν ἱερά,
Καὶ θὰ μὲ ἰδοῦν τὰ μάτια της
Θὰ δείξῃ ἐπιθυμιά·

Ἀλλά, 'ς ταῖς πέτραις βλέποντας
Τὸ ὑστερινό μου χῶμα,
Θ' ἀνοίξῃ ἀναστενάζοντας
Ἔτσι γλυκὰ τὸ στόμα,
Ὁποῦ γιὰ κάθε ἁμάρτημα
Θὲ νὰ συγχωρεθῶ,-
Στενεύοντας μὲ δάκρυα
Ὡραῖα τὸν Οὐρανό.

Ἄνθια, θυμοῦμαι, ἐπέφτανε
Ἀπ' τὰ κλωνάρια πλῆθος,
Συρμένα ἀπὸ τὸν Ἔρωτα
'Σ τὸ μαλακὸ τὸ στῆθος·
Κ' ἔστεκε μὲ ταπείνωση
Σὲ τὸσην δόξα αὐτὴ,
Ὁλόλαμπρη, ὁλοστόλιστη,
Ἁπ' τὴν ἀνθοβολή.

Καὶ ποιὸ ἀπὸ τ' ἄνθια ἡσύχαζε
Ἀπάνου 'ς τὴν ποδιά της,
Ποιὸ 'ς τὰ μαργαριτόπλεχτα
Λαμπρόξανθα μαλλιὰ της·
'Σ τὴν ὄψη ποιὸ τοῦ ρεύματος
Τοῦ λιβαδιοῦ, καὶ ποιὸ
Λὲς κ' ἔλεε ἀεροπλέοντας·
Ὁ Ἔρως εἶν' ἐδῶ.

Πόσαις φοραῖς τὸ πνεῦμα μου
Ἀπὸ τρομάρα ἐπιάσθη,
Καὶ, τοὺτη, τοὺτη, ἐφώναξα,
'Σ τὸν Οὐρανὸν ἐπλάσθη!
Γιατὶ ὅλα τὸτε μοῦ καναν
Τὰ φρένα ἐκστατικά,-
Τὸ σῶμα, τὸ γλυκόγελο,
Τὸ πρόσωπο, ἡ λαλιά·

Καὶ τὸσο αὐτὰ μοῦ κρύβανε
'Σ τὰ μάτια τὴν ἀλήθεια,
Ποῦ λεα· Καὶ πότε ἀνέβηκα,
Ποιὸς μοῦ δωκε βοήθεια;-
Θαρρῶντας ὁπῶς ἔλαβα
Οἰκιὰ 'ς τὸν Οὐρανό·
Κ' ἐγὼ ἀπὸ τότε ἀνάπαψη
Δὲ βρίσκω παρὰ δῶ.

Καὶ σύ, καὶ σύ, τραγοῦδι μου,
Ἄν εἶχε ὁ νοῦς μου φθάσῃ
Νὰ σὲ στολίσῃ ὡς ἤθελα,
Τὼρ' ἄφινες τὰ δάση.
Κ' ἐπρόβανες τὰ λόγια σου
'Σ τὸν κόσμο θαρρετά·
Ἀλλὰ μὴν πᾷς, κι' ἀπόμεινε
Μ' ἐμὲ 'ς τὴν ἐρημιά.