Το τραγούδι του Λίνου
←Εκάτη | Το τραγούδι του Λίνου Συγγραφέας: Τραγούδια της ερημιάς |
Εκδόθηκε στη συλλογή Τραγούδια της ερημιάς το 1898, από τις εκδόσεις Εστία. |
ΚΑΤΙ πεθαίνει μέσα μου
Και σβήνει σα λουλούδι,
Κάτι πεθαίνει γύρω μου
Και κλαίγει σαν τραγούδι
Κλαίνε στους κλώνους τα πουλιά,
Τα φύλλα κλαίνε μες στα δάση,
Κάτι πεθαίνει ολόγυρα
Στη μαραμένη πλάση.
Κάτι πεθαίνει μέσα μου
Και σβήνει σα λουλούδι,
Κάτι λαλεί τριγύρω μου
Του Λίνου το τραγούδι.
∗ ∗ ∗
ΣΤΑ ρόδα του χινόπωρου
Που κλαιν οι μαραμένοι πόθοι
Πετάει η ψυχή μου αλάρφανη
Και τον καημό της κλώθει.
Μες στα περβόλια τ’ άνανθα
Πο’ ‘χει ο βοριάς μαράνει
Βλασταίνει πάντα αμάραντο
Του πόνου το βοτάνι.
Στης μαύρης λίμνης το γιαλό
Που ξεψυχάει βουβό το κύμα
Σέρνονται ονείρατα νεκρά
Τα νούφαρα στο κρύο το μνήμα.
Και μες στο δάσος το χλωμό
Που πέφτουνε ξερά τα φύλλα
Το ερωτικό τραγούδι της
Σωπαίνει τώρα η Φιλομήλα.
Στα ρόδα του χινόπωρου
Που κλαιν οι μαραμένοι πόθοι
Πετάει η ψυχή μου ολάρφανη
Και τον καημό της κλώθει.
∗ ∗ ∗
ΤΗ νύφη τη χρυσόμαλλη,
Τη λυγερήν Αμαδρυάδα
Που τα φαιδρά τραγούδια της
Ξυπνούσαν την κοιλάδα,
Μαζί με τη θεόρατη
Βελανιδιά που είχε παλάτι
Μοίρα κακή την έσυρε
Στου χάρου το κρεβάτι.
Κάποια τη μοιρολόγησε
Παραπονιάρικη φλογέρα
Και τ’ αγρικήσαν τα νερά
Που γοργοτρέχαν εκεί πέρα
Και τ’ αγρικήσαν τα πουλιά
Που κελαηδούσανε στα κλώνια
Και τώρα κλαίνε τα νερά
Και κλαίνε τώρα, κλαιν τ’ αηδόνια
Τη νύφη τη χρυσόμαλλη,
Τη λυγερήν Αμαδρυάδα
Που τα φαιδρά τραγούδια της
Ξυπνούσαν την κοιλάδα.
∗ ∗ ∗
ΜΕΣ σε αχνοσύγνεφα απαλά
Απαλά σαβανωμένη
Σ’ έχω στα βάθη της ψυχής
Γλυκά αποκοιμισμένη.
Κι έχω σωριάσει απάνω σου
Και γύρω σου σκορπίσει
Τις μυρουδιές και τους ανθούς
Που σ’ έχουνε γεννήσει,
Κι έχω κλεισμένα εκεί βαθιά
Κρυφό νανούρισμά σου
Τ’ αηδόνια που κελάηδησαν
Έναν καιρό την ομορφιά σου.
Μες σε αχνοσύγνεφα απαλά
Απαλά σαβανωμένη
Σ’ έχω στα βάθη της ψυχής
Γλυκά αποκοιμισμένη.
∗ ∗ ∗
ΕΚΕΙ στου Λάτμου την ερμιά,
Που κλαιν τις νύχτες, κλαιν τ’ αηδόνια,
Παλιό η Σελήνη πόθο της
Ζητάει καιρούς και χρόνια.
Εκεί στου Λάτμου την ερμιάν,
Όπου ο χλωμός λωτός πεθαίνει,
Κάποιο χαμένον όνειρο
Ζητάει η Σελήνη ερωτεμένη.
Εκεί ότου Λάτμου την ερμιά,
Που σέρνεται θολό ένα κύμα,
Κλαίγει η Σελήνη ολονυχτίς
Κάποιο κρυφό της κρίμα.
Εκεί ότου Λάτμου την ερμιά,
Που οι φοινικιές μαδούνε στρώμα,
Κάποιο παλιό της μυστικό
Ζητάει η φτωχή Σελήνη ακόμα.
∗ ∗ ∗
Η φτωχή φλογέρα που μ’ ανθούς
Και κύτισους στεφανωμένη
Τραγούδαε την αγάπη σου
Μιαν άνοιξη ανθισμένη
Μες στα ξανθά τα δειλινά
Και στα γλαυκά τα βράδια
Κι οι βρύσες την εζήλευαν
Τριγύρω στα λαγκάδια,
Στο ποταμάκι που θολό
Μες στο λιβάδι ρέει
Και του καιρού το πέρασμα
Και τα λουλούδια κλαίει,
Έρμη εκεί πέρα στην οχτιά
Να κείτεται την είδα,
Βουβή μες στα ξερόφυλλα,
Χλωμή μου Αμαρυλλίδα,
Η φτωχή φλογέρα που μ’ ανθούς
Και κύτισους στεφανωμένη
Τραγούδαε την αγάπη σου
Μιαν άνοιξη ανθισμένη.
∗ ∗ ∗
ΠΕΡΑ στον έρμο το γιαλό,
Μες στων δασών τ’ ανήλια βύθη,
Στέκει παλάτι μαγικό·
—Έτσι το λέει το παραμύθι.—
Γύρω πουλάκι δε λαλεί,
Γύρω λουλούδι δε φυτρώνει,
Άκαρπος σέρνεται ο κισσός
Στους μαύρους τοίχους και ριζώνει.
Βουβό το κύμα στο γιαλό,
Νεκρό το αγέρι γύρα,
Τα παραθύρια σφαλιστά,
Χορταριασμένη η θύρα
Και μέσα χρόνια και καιρούς
Βασιλοπούλα κοιμισμένη
Ναν την ξυπνήσει κάποιονε
Τραγουδιστή προσμένει…
∗ ∗ ∗
ΠΕΡΝΟΥΝ τα χρόνια κι οι καιροί…
Και να μια αυγή, μια μέρα
Που ένας σκοπός, γλυκός σκοπός
Γλυκά ταράζει τον αγέρα.
Ξυπνούν λουλούδια και πουλιά,
Μα δεν ξυπνάει κι η κοιμισμένη
Κι ω μαύρη μοίρα! απ’ τον καημό
Ο τραγουδιστής πεθαίνει.
Και πάλε πέφτουνε νεκρά
Άνθια, πουλιά κι αγέρι γύρα,
Τα παραθύρια σφαλιστά,
Χορταριασμένη η θύρα
Κι η κόρη πάντα αξύπνητη…
Μα στην ερμιά τη μαγεμένη
Κάποιος αντίλαλος κρυφός
Απ’ το τραγούδι ακόμα μένει.
∗ ∗ ∗
ΣΤΟΝ κήπο που ωριοπρόβαλες
Μια αυγή χρυσή του Μάη
Σέρνοντας ίμερους γλυκούς
Και τρελούς πόθους πλάι,
Στον κήπο που σε αντίκρισε
Γλυκόλαλος μια μέρα,
Που η βρύση σου τραγούδαγε
Και σε υμνολόγαγε η φλογέρα,
Στον κήπον όπου σώρανε
Το διάβα σου ανθισμένος
Και λούφαζεν ο Σάτυρος
Στο θόλο του κρυμμένος,
Τώρα νεκρά στρωθήκανε,
Σωρός τα ρόδα χάμου
Και σμίγουν το παράπονον
Η βρύση κι η καρδιά μου.
Τώρα γδυμνός ο Σάτυρος
Στο βάθρο του εκεί πέρα
Τ’ άψυχο γέλιο του σκορπάει
Μες στην αχνήν ημέρα.
∗ ∗ ∗
TON πόνο σου δεν έλιωσαν
Τόσοι καιροί και χρόνοι!
Για σένα ακόμα στην ερμιά,
Για σένα κλαίει το αηδόνι.
Και πέφτουνε στο διάβα σου
Τα ρόδα μαδημένα
Και τα δαφνόκλαδα ξερά
Και τα τραγούδια νεκρωμένα,
Και μοιρολόγια γένονται
Τριγύρω σου τα γέλια
Και τα δροσάνθια πνίγονται
Μες στα χλωμά ασφοδέλια,
Και σβήνουν οι αχνοί ίμεροι
Αγάπης μαραμένης
—Ψυχή που κλαις τριγύρω μου
Και μέσα μου πεθαίνεις —
Και σμίγουν με το κλάμα σου
Μες στην ερμιά του κόσμου
Της πλάσης το παράπονο
Κι ο απόκρυφος καημός μου!
∗ ∗ ∗
Σε αγάπησα, σγουρόμαλλο,
Ξανθό μου παλικάρι,
Και σε λιμπίστηκα χλωρό
Του ονείρου μου βλαστάρι.
Κι είδα παντού στο διάβα σου
Ρόδα τη γης να βγάνει
Κι εβύζαξα στα χείλη σου
Του πόθου το βοτάνι,
Κι άπλωσα σαν αγράμπελη
Τη νιότη μου στην αγκαλιά σου
Κι έπλεξα γύρω τ’ άνθια της
Στεφάνι στα μαλλιά σου.
Μα απ’ το γλυκό μου τ’ όνειρο
Ξυπνώντας μιαν ημέρα
Ξάνοιξα τ’ άνθια μου ξερά
Και σκόρπια στον αγέρα
Και μαδημένο μιαν αυγή
Το σο’ ‘πλεξα στεφάνι
Και τώρα, οϊμένα, πού να βρω
Της Λήθης το βοτάνι;
∗ ∗ ∗
ΠΙΚΡΟ τραγούδι γύρω μου
Λαλεί και δε σωπαίνει·
Εκεί στα ρόδα τα στερνά
Μια πεταλούδα αργοπεθαίνει.
Πικρό τραγούδι μέσα μου
Βαθιά, κρυφά ανασαίνει·
Κρυφό σαράκι ολόγυρα
Τρίζει και δε σωπαίνει.
Πικρό τραγούδι γύρω μου
Θρηνεί και δε σωπαίνει·
Μια αράχνη στ’ άφυλλα κλαδιά
Τ’ αρπάγια της υφαίνει.
Πικρό τραγούδι μέσα μου
Βουβά, κρυφά ανασαίνει:
Στον αργαλειό της μια ξανθή
Το σάβανο σου υφαίνει…
∗ ∗ ∗
ΨΥΧΗ που εχάθης κι έσβησες
Στο αθάνατο σκοτάδι,
Ή σέρνεσαι ήσκιος άλιωτος
Στο ασφοδελό λιβάδι,
Δεν είναι μόνο μια ευωδιά
Στα ρόδα, στα λουλούδια,
Ούτε ένα κλάμα των πουλιών
Μονάχα τα τραγούδια.
Μα κάτι πλέον βαθύτερο
Με τη ζωή σε δένει·
Κάποιο κρυφό που ολόγυρα
Σε κλαίει και δε σωπαίνει.
Κάτι μαζί σου πο’ ‘λιωσε
Κι εσβήστηκε κι εχάθη,
Μα πάντα κλαίγει ακοίμητο
Μες στης ψυχής τα βάθη.
∗ ∗ ∗
ΣΑΝ όνειρο φανίστηκες
Μες στη βαθιά ερημία,
Μες στη στρογγυλοφέγγαρη
Φωτοχυσία.
Γύρω κοιμούνταν τα νερά,
Σωπαίναν τα τραγούδια,
Γύρω ονειρεύονταν βαθιά
Τα μαραμένα τα λουλούδια.
Και δεν ανάστησε ούτε μια
Πνοή το πέρασμά σου,
Η πλάση ολόγυρα βουβή
Κι αχνή σαν τη θωριά σου.
Μονάχα στα ξερόφυλλα
Θλιμμένο αχό ξυπνούσες
Και σέρνονταν κατόπι σου
Καθώς αργά περνούσες
Βαρύς, βουβός ο ήσκιος σου
Μες στη βουβή ερημία,
Μες στη στρογγυλοφέγγαρη
Φωτοχυσία.
∗ ∗ ∗
ΚΑΙ στα λυμένα σου μαλλιά,
Τρελές φωτολαμπίδες,
Πετούσαν γύρω κι έπαιζαν
Του φεγγαριού οι αχτίδες.
Και μια άχνα απάνω απ’ τα νερά
Και γύρω σου απλωμένη,
Σ’ είχε σα σάβανο
Περιζωμένη.
Και μαραμένα και χλωμά,
Χλωμά ως η θύμηση σου,
Μαδούσανε στο δρόμο σου
Τα ρόδα της ψυχής σου.
Κι ολοευωδιάζαν μέσα μου
Και τον αγέρα μοσκοραίναν·
Και κλαίγαν, καθώς γύρω σου
Σα σκιάχτρα αργοδιαβαίναν,
Μιας μαραμένης άνοιξης
οι πεθαμένες μέρες,
Τ’ αηδόνια που βουβάθηκαν
Κι oι ραγισμένες οι φλογέρες.
∗ ∗ ∗
ΣΤΟ λόγο μ’ έσυρε η Τριοδίτισσα
Και μο’ ‘δειξε ένα μονοπάτι
Και μπήκα εκεί γυρεύοντας
Μιας μάγισσας παλάτι.
Μου είπαν που ανθούν στον κήπο της
Τ’ αθάνατα βοτάνια
Και πάω για την αγάπη μου
Να πλέξω αμάραντα στεφάνια.
Και τρέχω μέρες άσωστες
Και τα γυμνά ποδάρια
Ματώνω απάνω στους γκρεμούς,
Στων βράχων τα στουρνάρια,
Και τ’ αχαμνά τα δάχτυλα
Ξεσκίζω στ’ άγρια βάτα
Που απλώνονται ολογύρα μου
Λευκούς ανθούς γιομάτα,
Κι η νύχτα πέφτει ολόμαυρη
Κι ατέλειωτο είν’ το μονοπάτι
Και χάνεται στα τρίσβαθα
Σκοτάδια το παλάτι!
∗ ∗ ∗
ΧΛΩΜΟΙ κισσοί και κύτισοι
Και θύρσοι ανθοπλεμένοι
Και στέφανοι από σέλινα
Τριγύρω σκορπισμένοι.
Και δάκρυα πίσω βρέχουνε
Στου δρόμου σου τ’ αχνάρια
Τον άμμο της ακρογιαλιάς,
Των λόφων τα θυμάρια.
Και στον αγέρα αντιλαλούν
Λύδιοι αυλοί και θρήνοι
Και νεκρικά στολίδια σου
Κρόκοι μαδούν και κρίνοι
Και πέφτουν τ’ άνηθα ξερά
Και των αγρών τα στάχυα
Και κλαιν τ’ αηδόνια στις φωλιές
Και τα νερά στα βράχια,
Και μοιρολόγια οι λυγερές
Σου λεν κι oι θεριστάδες,
Και γύρω τ’ άστρα ανάβουνε
Για νεκρικές λαμπάδες.
∗ ∗ ∗
ΟΪΜΕ, η ψυχή μου, πο’ ‘στησεν
Η λύπη μέσα θρόνο,
Γύρω στην άνανθην ερμιά
Τρυγάει πικρόν τον πόνο.
Και φεύγει μαυροφόρετος
Και θλιβερός διαβάτης
Και κλαίνε, κλαίνε τα πουλιά
Παντού στο πέρασμά της
Και κλαίγει μες στη λαγκαδιά
Κι η τραγουδίστρα η βρύση
Τη μαραμένη αγράμπελη
Ζητώντας ν’ αναστήσει.
Και στο γιαλό, που ολόξανθες
Κάποτε παίζανε Σειρήνες,
Σταλάζουνε σα δάκρια
Του φεγγαριού οι αχτίνες
Και μέσα στην αχνή νυχτιά
Και μέσα στο νεκρόν αγέρα,
Ψυχή, για σένα είναι που κλαίει
Κι η απόκρυφη φλογέρα.
∗ ∗ ∗
ΚΑΙ το βαθύν τον ύπνο σου
Μια κρύα σιγή τυλίγει
Σα σάβανο· μια κρύα αυγή
Που κάθε ανάσα πνίγει.
Κι ούτε μιαν αύρα τα νεκρά
Λουλούδια δε σαλεύει
Κι ούτε ένας ήχος τραγουδιού
Τα ονείρατά σου δε χαϊδεύει.
Το αχνό φεγγάρι θλιβερά
Μόνο φωτάει την ομορφιά σου
Και πλέγει νεκροστέφανο
Τριγύρω στα μαλλιά σου.
Κι εγώ σκυφτός απάνου σου,
Του κάκου ν’ αντηχήσει
Προσμένω ένα κελάηδισμα
Με την αυγή να σε ξυπνήσει.
Είναι η νυχτιά αξημέρωτη
Κι οϊμένα, αγέλαστη είναι η Μοίρα
Και πεθαμένη η άνοιξη
Κι είναι βουβά τ’ αηδόνια γύρα.
∗ ∗ ∗
ΔΙΑΒΑΙΝΕΙΣ και λιβάνισμα
Στο δρόμο σου ο καημός μου
Σκορπιέται νέφαλον αχνό
Μες στην ερμιά του κόσμου.
Και τ’ άνθια, όπου στο διάβα σου
Νεκρά τ’ αφήνεις πίσω,
Του κάκου με τα δάκρυά μου
Ζητάω ναν τ’ αναστήσω.
Και γύρω το παράπονο
Και τα φτωχά τ’ αηδόνια παίρνει
Κι αργό η φλογέρα και βαρύ
Το μοιρολόγι σέρνει.
Και χάνεσαι αχνοφάντασμα
Στο νυχτωμένο δάσο·
Και τρέχω, τρέχω πίσω σου
Τον ήσκιο σου να φτάσω,
Και τρέχω και λιβάνισμα
Στο δρόμο σου ο καημός μου
Σκορπιέται μαύρο νέφαλο
Μες στην ερμιά του κόσμου…
∗ ∗ ∗
Aπ’ τον τρανό σου τον καημό
Κι εμένα ο πόνος μου γεννήθη
Και κλαίει σα στάλαμα κρυφό
Μες στης ερμιάς τα βύθη.
Και μες στην αγριοθάλασσα,
Που πέρα απέραντη βογκάει,
Ρυάκι τα κλαψιάρικα
Νερά να σμίξει πάει.
Και στο θολό του πέραμα
Γύρω τα ρόδα σου τινάζουν
Και τα ξερόφυλλα βαρύν
Τον πόνο τους σωριάζουν
Και σμίγουν το θλιμμένο τους
Σκοπό και παν αντάμα
Μακριά στην πικροθάλασσα
Το ατέλειωτό τους κλάμα
Και σέρνονται και δέρνονται
Στα ασύμπονά σου στήθη,
Ω μάνα, που απ’ τον πόνο σου
Κι εμέ ο καημός γεννήθη!
∗ ∗ ∗
ΚΑΙ τα σκορπάω στο διάβα σου
Χλωμά και μαραμένα
Τ’ άνθια που σε στεφάνωσαν
Χλωρά κι ευωδιασμένα.
Και τα τραγούδια που γλυκά
Κελάηδησαν στ’ αυτιά σου
Βουβά τώρα κι αξύπνητα
Κι αυτά στο πέρασμά σου.
Του πόνου παρακλώναρα
Και του καημού βλαστάρια…
Σάρωσε στρώμα ο θεριστής
Των κάμπων τα σιτάρια
Και τα περβόλια μάδησαν
Κι ερήμαξαν τ’ αμπέλια·
Και τώρα είναι άχαρους κισσούς
Και θλιβερά ασφοδέλια
Όπου τρυγάει η αγάπη μου
Να πλέξει σου στεφάνι
Και να σκορπίσει γύρω σου
Το δρόμο σου να ράνει.
∗ ∗ ∗
ΚΑΙ σε καλώ και κράζω σε
Κι ανοίγω την αγκάλη
Που έναν καιρόν ανάπαψες
Τ’ ολόχλωμο κεφάλι
Και στέλνω το τραγούδι μου
Που σ’ είχε νανουρίσει
Τον ξεχασμένον το σκοπό
Πάλε να ‘ρθεί να σου λαλήσει,
Μα φεύγεις, φεύγεις στην ερμιάν
Όπου ο βοριάς σαρώνει
Τα φύλλα που ο χινόπωρος
Νεκρά στα δάση στρώνει.
Και χάνεσαι· και δε γρικάς
Στο γοργοπέρασμά σου
Τον πόνο που τραγούδησε
Μια μέρα τη χαρά σου
Και μόνον απ’ τα τρίσβαθα
Της ερημιάς, οϊμένα,
Μου στέλνει πίσω ο αντίλαλος
Το θρήνο μου θλιμμένα.
∗ ∗ ∗
ΚΑΙ κλαίγει ολόγυρα ο βοριάς
Και κλαιν τα δάση πέρα
Και κλαίνε, κλαίνε τα πουλιά
Μες στην αχνήν ημέρα
Και πέφτουν, πέφτουνε νεκρά,
Σωρός τα φύλλα χάμου
Και κάτι σβήνει μέσα μου,
Κάτι πεθαίνει ολόγυρά μου
Κι αντιλαλεί το κλάμα του
Και σέρνεται ο καημός μου
Παράπονον ασώπαστο
Μες στην ερμιά του κόσμου…