Το σκυλάκι της
Το σκυλάκι της Συγγραφέας: |
«− Ἡ Τριανταφυλλιὰ ἦταν μεγάλη ἀρχοντοποῦλα· ἔμμορφη, πλούσια καὶ ζηλεμμένη καὶ εὐγενική. Τὸ Μεσολόγγι δὲν εἶχε νὰ δείξῃ ἄλλην σἂν κι' αὐτήν, καὶ ὁ ἴδιος ὁ Μυλόρδος, ὅταν τὴν εἶδε, ποῦ εἶχε γυρίσει τόσον κόσμο κι' ἀπάντησε τόσαις ἐμμορφιαῖς, εἶπε, πῶς τέτοιαις τριανταφυλλιαῖς δὲν ἀνθίζουνε σὲ ἄλλα μέρη ἀπὸ τὰ 'δικά μας.
«Ἔξω ἀπὸ τὴς χάραις τοῦ προσώπου καὶ τῆς καρδιᾶς της, εἶχε καὶ καλά, σἂν μοναχοκόρη, ποῦ λίγαις τὰ ἔχουνε. Ἡ κασέλα της ἦταν γεμάτη ἀπὸ μετάξι καὶ χρυσαφικό. Σἂν τὴν ἄνοιγε, θαρροῦσες πῶς βλέπεις μὲ τὰ μάτια σου, ἐκεῖνα ποῦ λὲν τὰ παραμύθια. Τί στόφαις, τί ἀσημικό, τί διαμαντόπετραις, τί μαργαριτάρια ἦταν ἐκεῖνα! Σοῦ ἐθάμπωναν τὰ μάτια.
«Μὰ τί νὰ τὰ κάμῃς ὅλα τοῦ κόσμου τὰ καλά, σἂν σοῦ λείπῃ τὸ καλήτερο; Τί νὰ τὰ κάμῃς τὰ ρόδα τοῦ προσώπου καὶ τὰ κιχλιμπαρένια κομπολόγια, ὅταν σοῦ λείπῃ ἐκεῖνο, ποῦ σἂν τὸ ἰδῇ ὁ ἄνθρωπος κάτω πρέπει νὰ σκύφτῃ καὶ νὰ τὸ σηκόνῃ καὶ νὰ τὸ φιλῇ;
«Τῆς ἔλειπε τὸ ψωμὶ τῆς Τριανταφυλλιᾶς. Μαῦρο χέρι τῆς ἅρπαζε καὶ τῆς στριφογύριζε μέσα 'ς τὰ στήθια της τὰ σωθικά. Τὰ χείλια της εἶχαν ζαρώσει, ἡ ὄψι της εἶχε γίνει λεμόνι ἀπὸ τριαντάφυλλο. Ἀντὶ νὰ περιπατῇ 'περήφανα σἂν πέρδικα, ἐτραβοῦσε τὰ πόδια της γιὰ νὰ 'πάῃ ἀπὸ τὴ μία ἄκρη 'ς τὴν ἄλλη. Ἡ Τριανταφυλλιὰ ἐπεινοῦσε.
«Ἐπεινοῦσε κι' αὐτή, ὅπως ἐπεινοῦσαν καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι. Οἱ ἄπιστοι εἶχαν ζωσμένο τὸ Μεσολόγγι, κι' ἀπὸ ἡμέραις μήτε φλοῦδα δεντροῦ δὲν ἔμεινε νὰ φάγουν τόσοι χριστιανοί. Ὁ Θεός ἠξεύρει μὲ τί πετσιὰ ἐζητοῦσαν νὰ στυλώσουν τὴν κοιλιά τους. Ὁ Θεὸς ποῦ ἀκούει ὅλων τῶν ἀνθρώπων τοὺς ἀναστεναγμούς, ἐκεῖνος μόνον ἤξευρε τί πόνος ἔβραζε 'ς τὰ στήθια τῆς μάνας γιὰ τὸ πεινασμένο της παιδί, 'ς τὰ στήθια τοῦ παιδιοῦ γιὰ τὴν πεινασμένη του τὴν μάνα.
«Ἡ Τριανταφυλλιὰ μήτε μιὰ φορὰ δὲν παραπονέθηκε. Τὸ ἔρριχνε στὸ γέλιο γιὰ νὰ διώξῃ τὴς ἔννοιαις ἀπὸ τῆς μάνας της τὴν καρδιά. Μὰ ἤτανε τόσο παράξενο, τόσο κρύο τὸ γέλιο της, ποῦ σὲ κάθε στιγμὴ μιὰ ἀνατριχίλια ἀνεβοκατέβαινε 'ς τὸ κορμὶ τῆς μάνας της. Καὶ ἐγελοῦσε κι' αὐτή, καὶ ἐγεμίζανε δάκρυα τὰ μάτια της. Καὶ ἔπεφτε ἡ μία στὴν ἀγκαλιὰ τῆς ἄλλης, γιὰ νὰ σβύσουν μ' ἕνα φιλὶ τὸ ψεύτικο γέλιο των καὶ τὰ ἀληθινά των δάκρυα.
«Εἶχε κι' ἄλλον ἕνα καϋμὸ ἡ Τριανταφυλλιά. Μικρὸ καϋμὸ ἀλήθεια, μὰ εἶνε μικρὴ καὶ ἡ βελόνα ποῦ ἀγκυλόνει καὶ πονεῖ. Εἶχε ἕνα σκυλάκι ἔμμορφο ὁλάσπρο χαριτωμένο, ποῦ τὴν ἀγαποῦσε καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ κάμῃ χωρὶς αὐτήν. Ὁ καϋμένος ὁ Λολὸς γιὰ 'δέ τον πῶς εἶνε μαζεμένος 'ςτὴ γωνιὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σύρῃ τὰ πόδια του, νἄρθη κοντά της, νὰ τῆς γλύψῃ τὸ χέρι καὶ νὰ τῆς κουνήσῃ τὴν οὐρά. Μὰ ὅταν πεινᾷ ἡ κυρά, ὅταν πεινοῦν οἱ ἄνθρωποι, τί νὰ φάγουν τὰ ἔρημα τὰ σκυλιά;
«Ἄχ νὰ εἶχε ἕνα κομμάτι ψωμὶ ἡ Τριανταφυλλιὰ νὰ τὤδιδε τῆς μάνας της. Κι' ἂν ἐπερίσσευε λιγάκι, μὲ πόση χαρὰ θὰ τὸ μοιραζότανε μὲ τὸν καϋμένο τὸ Λολό; − Ἀλήθεια ποῦ εἶνε ὁ Λολός; Τὸν γυρεύει ἀπὸ δωμάτιο σὲ δωμάτιο, ἀπὸ γωνιὰ σὲ γωνιά. Πάει ὁ Λολός, ἐχάθηκε. Θὰ τῆς τὸν πῆραν… θὰ ψόφησε καὶ τῆς τὸν πέταξαν… ἤ, μὰ αὐτὸ δὲν τὸ πιστεύει, ἢ… ἐπῆρε τῶν ματιῶν του κ' ἔφυγε νὰ πάῃ ἀλλοῦ, νὰ βρῇ ψωμί, νὰ φάῃ ὁ φτωχός.
«Ἦρθε ὁ πατέρας τῆς Τριανταφυλλιᾶς χαρούμενος ἀπ' ἔξω. Καλό τοῦ ἔτυχε μεγάλο. Ἔδωκε πολλά, ἀλήθεια, μὲ χρυσάφι τὸ ἐπλήρωσε, ἀλλὰ τὸ 'πῆρε αὐτὸς καὶ ὄχι ἄλλος, τὸ ἀρνάκι τὸ μικρό, ποῦ ἔτυχε νὰ βρῇ στὴν ἀγορά… Καὶ τὤδωκε γρήγορα νὰ τὸ ψήσουν. Χαρὰ μεγάλη εἰς τὸ σπίτι ἐβασίλευε. Ἡ μάνα ἐγλυκογέλα εἰς τὴν κόρη της κι' ἐκείνη ἐγλυκογέλα κι ἄστραφταν τὰ μάτια της ἀπὸ χαρά, ὅπου θὰ ἰδῇ νὰ τρώγουν ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα της.
«Ἑψήθηκε τ' ἀρνάκι. Ὅποιος τρώγει δύο καὶ τρεῖς φοραῖς τὴν ἡμέρα καὶ ποτέ του δὲν ἐπείνασε, μήτε νὰ 'πῇ μπορεῖ, μήτε νὰ καταλάβῃ τὴν χαρὰ τῆς Τριανταφυλλιᾶς, τοῦ πατέρα καὶ τῆς μάνας της. Ἡ κόρη συχνὰ συχνὰ σηκόνει τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ κάνει προσευχή. Οἱ ἄλλοι… κρυφοβλέπονται σὰν κἄτι μυστικὸ νὰ ἔχουνε…
«Κι' ἄξαφνα κοκκινίζουν ὅταν ἡ Τριανταφυλλιά, μὲ τὴ γλυκειά της τὴ φωνὴ καὶ μ' ἕνα δάκρυ εἰς τὰ μάτια της, λέγει λυπητερὰ λυπητερά:
− Νὰ εἶχα τὸν καϋμένο τὸ Λολὸ νὰ τοὔδιδα τὰ κοκκαλάκια…»