Το Ληξούρι

Από Βικιθήκη
Το Ληξούρι
Συγγραφέας:


Ὅντις ῾μπορῇ ἕνας σ᾿ ὅλους νὰ χαρίζῃ
Καὶ στὸν ἴδιο καιρὸ νὰ μὴν τοὺς δίνῃ,
ἤθελ᾿ εἶναι κακία νὰ ξεχωρίζῃ
Ἕνανε, καὶ τοὺς ἄλλους νὰν τσ᾿ ἀφίνῃ.

Ἔτσι καὶ τὴ Λαμπρὴ ὁ παπᾶς μας στήνει
Τὴ λαμπάδα του σ᾿ ὅποιον τὴν ὁρίζει
Γιατὶ, ὅσο κι ἂν ἀνάβουνε ἀπὸ ᾿κείνη,
Τίποτα τοῦ παπᾶ δὲν τοῦ στοιχίζει.

Ποὺ ἂν ἤτανε νὰ χάνῃ ὂχ τὴ λαμπάδα
Τρεῖς τέσσαρες σταξοῦλες, δύο, μία,
Τότε ναίσκε ἤθελ᾿ εἶναι φρονημάδα
Νὰ βαλθῇ κι ὁ παπὰς σὲ οἰκονομία.

Καὶ πλέον ὂχ τὴ λαμπάδα τοῦ παπᾶ
Νὰ μὴν ἀνάβῃ πάρι ἡ παπαδιά.
Ἔτσι κι ἐγὼ μ᾿ αὐτὸ τὸ ποιηματάκι
Ὁποὺ τώρα τυπώνω,
Μικρό, χαροποιὸ κι ἀλαφρουλάκι,
Σ᾿ ὅλους σας τ᾿ ἀφιερώνω.

Καὶ δίνω τὸ δικαίωμα στὸν καθένα,
Εἰς σὲ λιγολογία,
Νὰ ῾πῇ: «Τοῦτο ἀφιερώθηκε σ᾿ ἐμένα.»
Κι ἂς τὸ χαρ« μὲ ὑγεία.

Ξεκαθαρίζω ἀκόμη,
Καὶ τοῦτο μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Δεσπότη,
Καὶ μὲ στέρεά μου γνώμη,
Πῶς ἀκούω, διορίζω καὶ θέλω, ὅτι,

Καλόγηροι, παπᾶδες,
᾿Παντρεμένες, ἀνύπαντρες κοπέλες,
Καλόγρηες, ἀσκητᾶδες,
Νηὲς ὤμορφες, καὶ γρηὲς μὲ σοτανέλες,
Ὅλοι, γιὰ ῾πινομή μου,
Νἄχουνε μέρος στὴν ἀφιέρωσή μου.