Τα ψηλά βουνά/Τα πεθαμένα δέντρα

Από Βικιθήκη
Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Τὰ πεθαμένα δέντρα


64. Τὰ πεθαμένα δέντρα.

Εἶχαν περάσει ἀπὸ παλιὰ καμίνια, ὅπου ἔφτιαναν ἄλλες χρονιὲς κάρβουνα οἱ καρβουνιάρηδες. Ἐκεῖ στάθηκαν λίγο καὶ τοὺς ἐξήγησε ὁ δασάρχης τὸν τρόπο ποὺ γίνονται τὰ κάρβουνα.

Τοὺς εἶπε πὼς γιὰ νὰ κάμουν κάρβουνα, ρίχνουν πολλὰ ξύλα σ’ ἕνα μεγάλο καμίνι. Σκεπάζουν τὸ καμίνι μὲ χῶμα, ἀλλὰ τόσο καλά, ὥστε νὰ μὴν μπαίνη ἀέρας ἀπὸ πουθενά. Ὕστερα, ἀπὸ μιὰ τρύπα ποὺ ἔχουν ἀφήσει ἐπίτηδες, βάζουν φωτιὰ στὰ χωμένα ξύλα.

Τὸ καμίνι σκεπασμένο καίει σιγά, καὶ λίγο λίγο μὲ τὴ σιγαλὴ φωτιὰ τὰ ξύλα γίνονται κάρβουνα.


«Καὶ τὰ δέντρα;» ρώτησε ὁ Μαθιός.

—«Ὅπως οἱ λοτόμοι ἔτσι καὶ οἱ καρβουνιάρηδες, εἶπε ὁ δασάρχης, κόβουν μόνο τὰ δέντρα ποὺ τοὺς λέμε ἐμεῖς νὰ κόψουν, κι ἔτσι δὲ χαλοῦν τὸ δάσος. Τὸ καλὸ ὅμως εἶναι, ποὺ τὰ περισσότερα κάρβουνα τὰ ἔχομε χωρὶς νὰ κόβωμε δέντρα. Τὰ βρίσκομε στὴ γῆ. Καὶ θὰ σᾶς πῶ τὸ γιατί.

»Ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια, τὰ δάση ἦταν τόσο πυκνά, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ μπῆ μέσα ζῶο νὰ βοσκήση.

»Μὲ δυσκολία ζοῦσαν ἐκεῖ λιοντάρια καὶ ἀρκοῦδες καὶ λύκοι, καὶ μεγάλα πουλιὰ μὲ φτεροῦγες θεόρατες καὶ με ἀτσαλένια νύχια.

»Ὅποιο θηρίο μποροῦσε ἔτρωγε τὸ μικρότερο γιὰ νὰ ζήση. Μέσα στοὺς λόγκους αὐτοὺς ὁ ἥλιος δὲν μποροῦσε νὰ μπῆ. Νύχτωνε ἀπὸ τὴν ἡμέρα.

»Τὰ δάση ἐκεῖνα γέρασαν καὶ τὰ δέντρα τους ἔπεσαν κάτω. Κι ἐπειδὴ ἄνοιξε ἡ γῆ ἀπὸ σεισμοὺς καὶ κατακλυσμούς, ἐκεῖνα χώθηκαν σὲ τάφους μεγάλους, πολλὲς ὀργιὲς βαθιά.

»Καθὼς περνοῦσαν τὰ χρόνια, ἄλλα δάση φύτρωναν, καὶ ψήλωναν κι αὐτὰ ὅπως τὰ πρῶτα, κι ὕστερα γερνοῦσαν καὶ πέθαιναν. Κι ἄνοιγε ἡ γῆ καὶ τὰ ἔθαβε. Καὶ πάλι ἄλλα φύτρωναν.


»Τί ἔγιναν ἐκεῖνα τὰ πεθαμένα δάση; Δὲ χάθηκαν. Σήμερα ποὺ σκάβομε πολὺ βαθιά, τὰ ξαναβρίσκομε. Δὲν εἶναι δέντρα ὅπως ἦταν. Τὰ ξύλα τους μέσα στὴ γῆ ἔγιναν κάρβουνα, σκληρὰ σὰν τὴν πέτρα καὶ μαῦρα κάρβουνα.

»Καὶ σήμερα ποὺ οἱ ἄνθρωποι εἶναι πολλοὶ κι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ μεγάλες φωτιὲς γιὰ τὶς εργασίες τους, ἀνοίγουν τὴ γῆ καὶ βρίσκουν ὅσα κάρβουνα θέλουν.

»Μ’ αὐτὰ ἀνάβουν τὶς μηχανές, κινοῦν τὰ ἐργοστάσια, τοὺς σιδηροδρόμους καὶ τὰ βαπόρια. Συλλογιστῆτε πόσες εἶναι αὐτὲς οἱ μηχανὲς καὶ πόσα κάρβουνα χρειάζονται.

»Ποιὸς νὰ τὸ ἔλεγε πὼς ἐκεῖνα τὰ πεθαμένα δέντρα θὰ χρησίμευαν ὕστερα ἀπὸ χιλιάδες χρόνια! Καὶ ὅμως αὐτὸ εἶναι τὸ δάσος. Κάνει καλὸ στὸν ἄνθρωπο μὲ χίλιους τρόπους, σὲ ἀμέτρητο καιρό. Δὲν κουράζεται ποτέ· ζῆ καὶ μᾶς χρησιμεύει, πεθαίνει καὶ μᾶς χρησιμεύει.


»Γιὰ νὰ μᾶς δώση ὅμως τὸ δέντρο ὅσα μᾶς χαρίζει, πρέπει νὰ ζῆ μὲ χιλιάδες ἄλλα δέντρα. Γιατὶ ὅπως οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ τὰ δέντρα ζοῦνε πολλὰ μαζὶ στοὺς τόπους ποὺ θέλουν αὐτά, καὶ βοηθοῦν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο.

»Ἑνωμένα πολεμοῦν τὸ βαρὺ χειμῶνα καὶ τὸ καυτερὸ καλοκαίρι. Ἑνωμένα μεγαλώνουν, κάνουν μεγάλους κορμοὺς καὶ πετοῦν δυνατὰ κλαριά.

»Ἔτσι γίνεται στὰ ὕψη τῶν βουνῶν μιὰ μεγάλη πολιτεία, ποὺ τὴ λέμε δάσος. Αὐτὴ ἐδῶ!»