Μετάβαση στο περιεχόμενο

Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΙΔ

Από Βικιθήκη
Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
ΙΔ'. Η μεγάλη καλύβα της Κούγκας


Το κρύο, εκείνο το Δεκέμβριο, ήταν δυνατό. Η διαμονή στη Λίμνη των Γιαννιτσών, δύσκολη πάντα, είχε γίνει για τους αντάρτες οδυνηρή. Οι καλύβες με τους καλαμένιους τοίχους και σκεπή, και το καλαμένιο πάτωμα, δεν μπορούσαν να τους προφυλάξουν από το κρύο. Όταν άναβαν φωτιά οι άντρες μέσα στην καλύβα, ο καπνός, που δεν είχε από πού να φύγει, τους έπνιγε. Αν άνοιγαν την πόρτα, πάγωνε η καλύβα. Αναγκάζουνταν λοιπόν οι άντρες να κάθονται χαμηλά ή να ξαπλώνονται χάμω, γύρω στη φωτιά, χαμηλότερα από τον καπνό, για ν' αναπνεύσουν.

Ο αγώνας εν τούτοις εξακολουθούσε, άγριος, αμείλικτος, μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, ποιος να εκτοπίσει τον άλλο. Η ψηλή καλύβα της Κούγκας έβαζε τους Έλληνες σε μειονεκτική θέση, γιατί φαίνουνταν από μακριά. Και οι Βούλγαροι, χωρίς να πλησιάζουν με τις πλάβες τους ώστε να γίνονται αντιληπτοί, τραβούσαν ομοβροντίες από μακριά, και οι σφαίρες τους τρυπούσαν τα καλάμια, έβρισκαν τους άντρες που τύχαινε να είναι όρθιοι μες στην καλύβα, τους πλήγωναν ή και τους σκότωναν.

Οι Έλληνες έβγαιναν και αυτοί, έκαναν αιφνιδιασμούς στις βουλγάρικες καλύβες. Μα αυτές ήταν χαμηλές, δε φαίνουνταν μες στα καλάμια, έπρεπε να πλησιάσουν οι πλάβες πολύ κοντά πριν τις βρουν. Και τότε ο αιφνιδιασμός ήταν πιο επικίνδυνος για κείνον που πρόσβαλλε, παρά για γείνον που δέχουνταν την επίθεση. Και οι Βούλγαροι προφυλάγουνταν. Είχαν καραούλια παντού. Και συχνά, εξελίσσουνταν οι αιφνιδιασμοί σε ξαφνικές μάχες, χέρια με χέρια, μεταξύ περιπολίας ελληνικής και άλλης βουλγάρικης.

Οι αρχηγοί, Άγρας και Νικηφόρος, είχαν χτίσει και άλλες μικρές καλύβες δώθε και κείθε της Κούγκας, και είχαν βάλει παντού σκοπούς, που έμεναν εκτεθειμένοι στο κρύο και μες στα νερά, περιμένοντας κάθε στιγμή καινούρια επίθεση του εχθρού. Ήταν τόσο εκνευριστική αυτή η ακινησία και η αναμονή ανάμεσα στα καλάμια, ώστε αναγκάζουνταν οι αρχηγοί κάθε ώρα ν' αλλάζουν τους σκοπούς αυτούς. Και μέσα στις καλύβες όμως εκνευρίζουνταν οι άντρες, περιμένοντας κάθε στιγμή βουλγαρικό αιφνιδιασμό. Οι υπαρχηγοί ήταν αδιάκοπα στο πόδι, για να επιτηρούν τους άντρες τους, και πάντα ένας από τους δυο αρχηγούς διαδοχικά έμενε ξυπνητός τη νύχτα και φύλαγε. Αρχηγοί και άντρες είχαν αγριέψει στην όψη, τα μαλλιά τους είχαν μακρύνει, όλοι τώρα είχαν γένεια, η εμφάνιση τους ήταν ατημέλητη, τα ρούχα τους τριμμένα, παλιωμένα, φθαρμένα. Μόνοι ο Νικηφόρος και ο καπετάν Παντελής κατόρθωναν ακόμη να κρατούν παρουσιαστικό κάπως πιο περιποιημένο, με όλη τους την ανταρτική γενειάδα. Η ζωή αυτή ήταν σκληρή για όλους. Ο Άγρας όμως, με τις κακοκλεισμένες του πληγές και τους συνεχείς πυρετούς, είχε εξαντληθεί ολότελα.

- Να φύγεις! Να φύγεις! του έλεγε και του ξανάλεγε ο Νικηφόρος. Εδώ δε θα γίνεις ποτέ καλά. Ενώ αν πας και γιατρευθείς, θα μπορέσεις να δουλέψεις καλύτερα. Γελούσε ο Άγρας κι έπαιρνε το τουφέκι και πήγαινε σε περιπολίες και ξαναγύριζε με σαράντα βαθμούς πυρετό. Κι έμενε μερικές ώρες ξαπλωμένος στο πάτωμα και πάλι σηκώνουνταν το άλλο πρωί και ξανάρχιζε τη δουλειά.

Μα είχε αρχίσει να εκνευρίζεται κι εκείνος. Μια ομοβροντία του είχε σκοτώσει έναν εύζωνο μια μέρα, και την επαύριο άλλη ομοβροντία, από μες από τα καλάμια, πλήγωσε θανάσιμα άλλον ένα, τον ατρόμητο, τον ανεκτίμητο Αντώνη. Τον είχαν ξαπλώσει σε μια πλάβα κι ετοιμάζουνταν να τον στείλουν στου Βαγγέλη την καλύβα, όπου θα τον έβλεπε ο γιατρός, όταν κατέφθασε άλλη πλάβα, μ' ένα χωρικό κι έναν παπά. Ήρχουνταν λέει ο παπάς από το χωριό Νησί, για να γνωρίσει τους αρχηγούς. Είδε ο παπάς τον πληγωμένον κι έσκυψε πάνω του. Άνοιξε αυτός τα μάτια, είδε το ράσο, έκανε με κόπο το σταυρό του και μουρμούρισε:

- Πες μιαν ευχή, παπά μου, να μου συγχωρεθούν οι αμαρτίες μου.

Ώσπου να πει την ευχή ο παπάς, το παλικάρι είχε ξεψυχήσει. Τον ξανανέβασαν στο πάτωμα και τον ξάπλωσαν χάμω μες στην καλύβα. Όλοι ήταν άθυμοι, αρχηγοί και άντρες. Ο Αντώνης ήταν από τα καλύτερα παλικάρια, ένας από τους πιο αγαπημένους του Άγρα. Εκείνο το πρωί είχε ξυπνήσει με πυρετό ο Άγρας. Τυλιγμένος ως τ' αυτιά, μέσα στην κάπα του, είχε καθίσει κοντά στην αναμμένη φωτιά, και, καθώς μπήκε μέσα ο παπάς με το νεκρό, τον φώναξε κοντά του.

- Κάθισε, παπά μου, να φας μαζί μας, είπε δύσθυμα. Πώς σε λένε;

- Παπα - Γιάννη. Έρχομαι από το Νησί.

- Κάθισε λοιπόν παπα - Γιάννη. Ύστερα του διαβάζεις τη νεκρώσιμη ακολουθία, και τη νύχτα θα τον θάψουν τα παιδιά, τον καημένο μου τον Αντώνη, στο Νησί όπου θα σε συνοδέψουν. Δεν κάνει να φύγουν τώρα, με το φως της ημέρας.

- Τι ειδήσεις μας φέρνετε; ρώτησε ο καπετάν Νικηφόρος, που γύρευε ν' αλλάξει ομιλία και να ξεσηκώσει το ηθικό των αντρών.

- Και καλές και κακές, αποκρίθηκε ο παπάς. Σκότωσαν τον Τόμαν Παζαρέντζε από το Ζερβοχώρι...

- Τον σκότωσαν! αναφώνησε ο Άγρας. Εγώ του είχα χαρίσει τη ζωή και την ελευθερία!

- Άσχημα έκανες, καπετάν Άγρα, είπε ο παπα - Γιάννης. Ήταν από τους χειρότερους κομιτατζήδες του Αποστόλ Πέτκωφ. Είναι ένας από τους δολοφόνους που σφάξανε τους Τεχοβίτες. Και ξέρεις με τι αγριότητα τους έσφαξαν; Οκτώ παλικάρια από τα γενναιότερα του Τέχοβου, τα καλύτερα του χωριού! Τα πήγαν στο βουνό, τα έδεσαν πισθάγκωνα σε δέντρα, και με μαχαίρια τους άνοιξαν στήθος, κοιλιές και σάρκες, και τους θανάτωσαν λίγο λίγο, με χίλια βασανιστήρια. Έκανες άσχημα να του χαρίσεις τη ζωή. Και καλά έκαναν και τον εξουδετέρωσαν.

- Ποιος τον σκότωσε; ρώτησε ο Άγρας.

- Ένας φίλος του καπετάν Μανόλη.

- Του Μανόλη του Κατσαρού; ρώτησε ξαφνισμένος ο Νικηφόρος.

- Όχι, του Μανόλη του Στενημαχίτη.

- Ποιος είναι αυτός; ρώτησε ο καπετάν Τυλιγάδης.

- Δεν ξέρεις τον Μανόλη το Στενημαχίτη; έκανε ο παπάς. Εδώ στο Βάλτο δεν ακούσατε για ένα Σταυράκη, που βαστούσε ένα χάνι στο χωριό Τρία Χάνια;

- Για πες; έκανε ο Άγρας. Σα να 'κουσα κάτι, σαν ήμουν στη Θεσσαλονίκη.

- Και βέβαια θα τ' άκουσες. Πήγε κι ήρθε ο κόσμος! Αυτός ο Σταυράκης ήταν Βούλγαρος που έκανε το φίλο μας. Βαστούσε ένα χάνι, εκεί που διασταυρώνεται ο δρόμος της Βέρροιας - Πολυχώρι - Γιαλατζίκ, με το δρόμο που πάει Θεσσαλονίκη - Γιαννιτσά. Εκεί είναι το χωριό Τρία Χάνια. Εκεί περνούν πολλά δικά μας παλικάρια... και μυστικά μάλιστα. Και το 'ξερε ο Σταυράκης...

- Μα αυτόν, διέκοψε ο καπετάν Νικηφόρος, δεν τον σκότωσαν τον περασμένο Οκτώβριο, νομίζω σε κάποια κηδεία;

- Μάλιστα, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, μέρα μεσημέρι, στην κηδεία της Χατζηλαζάρου, κάτω από την Καμάρα, και μέσα σε πλήθος κόσμου. Τον σκότωσε αυτός, ο Μανόλης ο Στενημαχίτης, σα βεβαιώθηκε πως μας πρόδιδε ο Σταυράκης.

- Και πώς γλίτωσε;

- Να, γλίτωσε! Ήταν γρήγορος κι επιτήδειος. Κρύφθηκε σ' ένα σπίτι κι έφυγε νύχτα και πήγε στο σώμα του καπετάν Γκόνου, στο Βάλτο. Κάπου, στην Πρίσνα ή σε άλλη καλύβα, ανταμώθηκε με κάποιον παλιό ή καινούριο του φίλο, δεν ξέρω καλά, έναν αξιωματικό νομίζω, που ήθελε καλά και σώνει να ξεπαστρέψει τον Παζαρέντζε. Και πήγαν στο Ζερβοχώρι μαζί οι δυο τους.

- Τι πήγαν να κάνουν;

- Να ξεκαθαρίσουν, λέει, παλιούς λογαριασμούς.

- Τι λογαριασμούς μπορούσε να έχει ο Μανόλης από τη Στενήμαχο, με τον Παζαρέντζε από το Ζερβοχώρι; ρώτησε ο Άγρας.

- Αυτός κανένα. Πήγε από αλληλεγγύη με το φίλο του, τον αξιωματικό που σου λέγω.

- Πώς τον λεν το φίλο του τον αξιωματικό; ρώτησε ο Νικηφόρος.

- Μυστήριο! Δεν το λέει και ο Στενημαχίτης.

- Και πώς το ξέρεις, παπά μου, πως είναι αξιωματικός; έκανε ο Άγρας.

- Του φαίνεται. Είναι ψηλός, λιγνός, δυνατός, σιδερόκορμος. Στέκεται κολόνα, το κεφάλι έτσι ψηλά. Τα μάτια του φωτιές βγάνουν! Και η φωνή του σαν προστάζει... πού να κάνεις πως δεν ακούς! Κάθε του λέξη, θα 'λεγες είναι και από ένα «Εμπρός! Μαρς!».

Οι δυο αρχηγοί γέλασαν.

- Έτσι γνωρίζεται ένας αξιωματικός; έκανε κοροϊδευτικά ο Άγρας. Δεν τον ρωτούσες καλύτερα τι είναι;

- Να τον ρωτήσω, λέει; Πού κοτά κανείς να ρωτήσει! Σε κοιτάζει, και τα μάτια του λες ξεγυμνώνουν την ψυχή σου. Αυτός όμως, κρυφό-ο-ος!... Πού να ρωτήσεις τίποτα!

- Πού τον είδες εσύ, παπα - Γιάννη;

- Στο Νησί. Πέρασε μια νύχτα στο κελί μου με τον Στενημαχίτη. Κάτι ξεπαστρέματα είχαν γίνει. Οκτώ Τεχοβίτες κατακρεούργησαν οι Βούλγαροι; Δεκατέσσερις κομιτατζήδες ξεπάστρεψαν οι δικοί μας. Και ο κρυφός φίλος του Στενημαχίτη σκότωσε τον Παζαρέντζε... Ισως και άλλους.

- Μα τι λογαριασμούς είχε με τον Παζαρέντζε, δεν τον ρωτούσες; έκανε ανυπόμονα ο Άγρας.

- Αυτόν, σου είπα, Καπετάνιε μου, δεν τον ρωτά κανείς τίποτα! Ρώτησα το Μανόλη το Στενημαχίτη. Μου είπε πως ο μυστικός αυτός φίλος του εκδίκησε κάποιον Βασίλη Αντρεάδη από το Ασπροχώρι. Το Ασπροχώρι ήταν ένα χωριουδάκι μεταξύ Νιάουσας και Βάλτου. Δεν υπάρχει πια, το κατέστρεψαν οι κομιτατζήδες για να εκδικηθούν αυτόν τον Βασίλη, που είχε πάγει, λέει, και είχε πολεμήσει με τον καπετάν Ζέζα. Του σκότωσαν μητέρα και γυναίκα, και του κλέψανε ένα παιδάκι που είχε. Σαν το 'μαθε, ύστερα από καιρό, ο μυστικός αυτός φίλος του Στενημαχίτη, που ήταν και φίλος του Βασίλη Αντρεάδη, τον ζήτησε λέει να τον βρει. Μα χάθηκε αυτός, τρελάθηκε, πέθανε δεν ξέρω. Και πήγε ο μυστικός φίλος του Στενημαχίτη να σκοτώσει τον Παζαρέντζε, που χάλασε λέει το σπίτι του Βασίλη Αντρεάδη. Πήγε ίσια στο Ζερβοχώρι, σ' ένα καφενείο γεμάτο Βουλγάρους, φώναξε έξω τον Παζαρέντζε και του είπε: «Εσύ σκότωσες τον τάδε και τον τάδε από το Τέχοβο;... Εσύ σκότωσες τις γυναίκες του Βασίλη από το Ασπροχώρι;... Εσύ τούτο;... Εσύ κείνο;...» Ο άλλος γύρεψε να βγάλει μαχαίρι. Μα πού! Θηρίο στη δύναμη, σου λέγω, ο φίλος του Μανόλη! Τον έπιασε από το λαιμό, και ώσπου να πεις τρία, τον έπνιξε σαν κοτόπουλο.

- Άλλος Γαρέφης! θαύμασε ο καπετάν Τυλιγάδης.

- Ναι, άλλος Γαρέφης!... Και να 'ταν λέει τιποτένιος ο Παζαρέντζε; Θηρίο και αυτός, ως εκεί πάνω άντρακλας. Μα ποιος τα βγάζει πέρα με το φίλο αυτό τον άγνωστο του Μανόλη του Στενημαχίτη! Έτρεξαν γείτονες του Παζαρέντζε να τον πιάσουν. Μια σπρωξιά στον ένα, μια γροθιά στον άλλο, άνοιξε δρόμο, όρμησε στο Βάλτο, χώθηκε στα καλάμια, πήγε ως την πλάβα όπου τον περίμενε ο Μανόλης ο Στενημαχίτης, και δρόμο! Νύχτα πια έφθασαν στο σπίτι μου στο Νησί.

- Γιατί δεν ήλθαν εδώ, σ' εμάς; ρώτησε ο Άγρας.

Δε θα 'ξεραν το δρόμο ίσως - ποιος ξέρει; Δε λες και πώς ήλθαν σε μένα! Βρήκαν κάποιο άγνωστο μονοπάτι, που βγαίνει στη Γιάντσιστα...

- Το μονοπάτι του καπετάν Παναγιώτη; αναφώνησε ο Άγρας.

- Ίσως. Δεν ξέρω. Από κει πήγαν στις ελληνικές καλύβες, στην Αγια - Μαρίνα νομίζω, και από κει τους οδήγησαν σε μένα. Μα για να φθάσουν στο κρυφό αυτό μονοπάτι, τι τράβηξαν! Πέρασαν μες τα καλάμια, μπήκαν στο νερό, και πήρε στα χέρια του ο άγνωστος την πλάβα, όπου δεν περνούσε αυτή με το κουπί. Ηρακλής, σου λέω, θηρίο, χεροδύναμος ο σύντροφος του Μανόλη!

- Και τώρα πού είναι; ρώτησε ο Νικηφόρος.

- Μήπως λέγει; Έφυγαν όπως ήλθαν και οι δυο ξαφνικά. Τους έστρωσα να κοιμηθούν. Το πρωί σαν ξύπνησα, είχαν φύγει. Κανένας δεν τους είχε δει... Εξατμίστηκαν θα 'λεγες.

Το φαγί ήταν έτοιμο. Κάθισαν οι καπεταναίοι γύρω στη φωτιά κι έβαλαν μεταξύ τους τον παπα - Γιάννη.

- Είπες πως μας φέρνεις και καλές και κακές ειδήσεις, παπα - Γιάννη, είπε ο καπετάν Νικηφόρος. Ο φόνος του Παζαρέντζε πού καταλογίζεται;

- Στις καλές βέβαια. Βγήκε από τη μέση ένας συνεργός, από τους χειρότερους, του Αποστόλ Πέτκωφ, που έσφαξε τους οκτώ Τεχοβίτες.

- Τον Αποστόλ Πέτκωφ όμως δεν τον έπιασαν! είπε ο καπετάν Τυλιγάδης.

- Πού να τον πιάσουν αυτόν! έκανε συλλογισμένος ο παπάς. Πάω να πιστέψω πως είναι φάντασμα, πως δεν υπάρχει...

- Υπάρχει, είπε ο Άγρας. Τον είδε και του μίλησε ένα δικό μας παιδί. Μα ξέρει και κρύβεται. Δεν εκτίθεται αυτός. Και σα σφάξουν οι δικοί του, είτε είναι παρών είτε δεν είναι ο Πέτκωφ, βάζουν γράμμα του με την υπογραφή του στα πτώματα, τάχα πως είναι αυτός ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Είναι και αυτός τρόπος να τρομοκρατεί τα χωριά.

- Ποιες είναι οι κακές σου ειδήσεις, παπά; ρώτησε πάλι ο Νικηφόρος. Μήπως από δω τίποτα;

- Όχι, είναι από τον καζά Ζίχνας, από την Κλεπούσνα. Κομιτατζήδες πήγαν, σταλμένοι από το κέντρο της Σόφιας, να δολοφονήσουν τον Χρυσόστομο, τον Άγιο Δράμας. Το είχαν καλά οργανώσει, και θα τον σκότωναν. Μα έτυχε να φύγει ο Δεσπότης σε περιοδεία. Και απογοητευμένοι, αγριεμένοι, οι δολοφόνοι εκδικήθηκαν. Είχαν δυναμίτη μαζί τους. Έβαλαν φωτιά στα ελληνικά σπίτια, σκότωσαν άντρες, γυναίκες, παιδιά, ένα γέρο Βουζίκη, ενενήντα χρόνων, ένα μωρό δυο χρόνων, την κόρη του παπα - Βαγγέλη, το δάσκαλο, τη γυναίκα του... Τέσσερις γυναίκες σκότωσαν! Σα γύρευαν οι δύστυχες να ξεφύγουν από τις φλόγες, τις πετούσαν πίσω και τις σούβλιζαν με τις ξιφολόγχες τους. Μεγάλο κακό έκαναν στην Κλεπούσνα! Και τι τους έφταιγε το χωριό; Όλη τους η λύσσα ήταν πως δε βρήκαν και δε σκότωσαν τον Άγιο Δράμας... Ομιλίες και βήματα ακούστηκαν στο πάτωμα έξω, και ο Μιχάλης παρουσιάστηκε στην είσοδο της καλύβας.

- Ο Αποστόλης ο οδηγός ήλθε, ανήγγειλε.

- Ο μικρός; Ας έλθει μέσα! Ας ορίσει στο τραπέζι μας, είπε ο Άγρας.

Προσπάθησε να γελάσει και να ειρωνευθεί τάχα το ανύπαρκτο τραπέζι τους, μα τα δόντια του χτυπούσαν από τον πυρετό, και πλησίασε όσο μπορούσε στη φωτιά που έκαιε στη μέση του κύκλου τους. Παραμέρισε ο Μιχάλης, και ο Αποστόλης μπήκε στην καλύβα.

- Καλώς τον!

- Καλώς όρισες! αναφώνησαν μαζί οι δυο αρχηγοί.

- Κάτσε κει, πλάι στον παπα - Γιάννη, το μουσαφίρη μας, πρόσθεσε ο Άγρας.

Και κάνοντας του θέση, ξαπλώθηκε κείνος πιο κοντά ακόμα στη φλόγα.

- Ποιος αέρας σ' έφερε;

Τα γοργά μάτια του Αποστόλη είχαν σταθεί στο πλαγιασμένο παράμερα σώμα του Αντώνη, σκεπασμένο με μια κάπα, και γύρισαν ερευνητικά στον άγνωστο παπά. Ποιος ήταν και τι ζητούσε κει ο παπάς;

- Ήλθα να πάρω νέα σας, είπε επιφυλακτικά. Και κάθησε σταυροπόδι πλάι στον παπά.

- Τα 'μαθες; Σκότωσαν τον Παζαρέντζε, του είπε ο καπετάν Τυλιγάδης.

- Πού; Ποιος; αναφώνησε ο Αποστόλης.

- Κάποιος φίλος του καπετάν Μανόλη του Στενημαχίτη... Τ' όνομα ξύπνησε την περιέργεια του Αποστόλη.

- Αυτουνού που σκότωσε...

- Τον Σταυράκη, ναι.

Μα όταν του διηγήθηκε ο παπα - Γιάννης τη σχέση του Στενημαχίτη μ' ένα σύντροφο του άγνωστο, που γύρευε να εκδικήσει φίλο του που είχε χάσει το παιδί του, σα λαγωνικό όρτσωσε ο Αποστόλης τ' αφτιά του.

- Το λέγανε Τάκη το χαμένο παιδί; ρώτησε λαχταριστά.

Μα δεν πρόφθασε ο παπάς ν' αποκριθεί. Μια ομοβροντία έσχισε τον αέρα, και αμέσως δεύτερη. Και ο παπάς έπεσε πίσω. Μεμιάς η καλύβα βρέθηκε στο πόδι. Αρχηγοί και άντρες βγήκαν στο πάτωμα, και, μπρούμυτα πεσμένοι πίσω από το χαμηλό οχύρωμα, έριξαν κι εκείνοι μπαταρίες, στα τυφλά, μες στα καλάμια, κατά το μέρος απ' όπου είχαν έλθει οι σφαίρες. Μα κανένας δεν αποκρίθηκε, ούτε ακούστηκε τίποτα. Και δυο πλάβες που βγήκαν με τον Τυλιγάδη να ερευνήσουν, γύρισαν άπρακτες. Δεν είχαν δει τίποτα, δεν είχαν ακούσει τίποτα. Στο μεταξύ, ο παπάς είχε ξεψυχήσει.

Οι σφαίρες είχαν τρυπήσει τους καλαμένιους τοίχους της καλύβας, είχαν περάσει αντίκρυ, πάνω από τους ώμους των καθισμένων καπεταναίων, και μια είχε βρει τον παπα - Γιάννη στο κεφάλι.

Όλοι ήταν μαραμένοι. Η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να εξακολουθήσει, οι άντρες εκνευρίζουνταν, η μεγάλη καλύβα τους ήταν στόχος, έπρεπε σκυφτοί να περπατούν, μην τους έλθει καμιά σφαίρα, δεν ήξερες από πού, όπως είχε πάρει τον κακομοίρη τον παπα - Γιάννη... Αμίλητος κοίταζε ο Άγρας τους άντρες του, που έπλεναν το ματωμένο πρόσωπο του παπά, τον τύλιγαν στο ράσο του και τον πλάγιαζαν δίπλα στον πεθαμένο Αντώνη. Ο καπετάν Νικηφόρος πήρε παράμερα τον Τυλιγάδη.

- Με το φως δεν μπορούμε να κινηθούμε, του είπε. Μα μόλις σουρουπώσει, να οδηγήσει ο Αποστόλης τις πλάβες με τους νεκρούς στις Κάτω Καλύβες, και μαζί να πάρει και τον Αρχηγό. Έτσι άρρωστος και με τέτοιο κρύο, δεν μπορεί πια να μείνει εδώ.

- Δεν θα θελήσει να φύγει! αποκρίθηκε ο καπετάν Τυλιγάδης.

- Δεν μπορεί να εξακολουθήσει αυτή η κατάσταση, είπε ο Νικηφόρος. Η καλύβα μας είναι κράχτης. Θα εξακολουθούν να μας σκοτώνουν, κι εμείς δε θα ξέρομε από πού μας έρχονται οι σφαίρες. Πρέπει απόψε να ρίξομε την καλύβα και να την ξαναχτίσομε χαμηλή. Μα γι' αυτό πρέπει να έχει φύγει ο άρρωστος Αρχηγός.

- Δε θα δεχθεί να φύγει, επανέλαβε ο Τυλιγάδης.

- Θα του μιλήσω εγώ, είπε ο Νικηφόρος.

Πλάι στη φωτιά, πλαγιασμένος στη ράχη, ο Άγρας είχε κλειστά τα μάτια κι έτρεμε από πυρετό. Είχε δυσφορία μεγάλη και βογγούσε σιγά σιγά. Ο Νικηφόρος ακούμπησε το χέρι στο καυτό του μέτωπο.

- Τέλο... είπε τρυφερά.

Ο Άγρας άνοιξε τα μάτια.

- Τι είναι; ρώτησε.

- Θα φύγει ο Αποστόλης σε λίγο... Θα οδηγήσει τις πλάβες με τους νεκρούς... Λέγω να φύγεις μαζί...

- Εγώ;... Με τους νεκρούς;... Γιατί;... έκανε ο Άγρας που ήταν ζαλισμένος από τον πολύ πυρετό.

- Δε θα πας εσύ με τους νεκρούς... Θα σε παν στην Τούμπα της Τερχοβίστας, είπε ο Νικηφόρος.

Ο Άγρας είχε γείρει το κεφάλι του στο πλάι και ξανάκλεισε τα μάτια του.

- Δε φεύγω από δω... μουρμούρισε.

Μα δε μίλησε πια. Και σε ό,τι κι αν του έλεγε ο σύντροφος του δεν απαντούσε πια.

- Σε τέτοια χάλια που είναι, ούτε θα καταλάβει... είπε ο Νικηφόρος του Τυλιγάδη. Θα τον κουβαλήσομε σε μια πλάβα και θα τον συνοδέψουν δυο άντρες, ως τη μεγάλη Τούμπα.

Κι έτσι έγινε. Δεν είχε ο Άγρας ούτε τη δύναμη, ούτε τη θέληση ν' αντισταθεί, όταν σηκωτό τον έβαλαν σε μια πλάβα. Σκυθρωπός, αμίλητος, όρθιος στο έξω πάτωμα, πλάι στον πιστό Τυλιγάδη, κοίταζε ο Νικηφόρος τις πλάβες που απομακρύνουνταν στο παγωμένο σκοτάδι. Ύστερα γύρισε, τίναξε τους ώμους του σαν να ήθελε να βγάλει από πάνω του ένα βάρος, και με μεγάλες πατημασιές μπήκε στην καλύβα.

- Και τώρα, στη δουλειά! είπε του Τυλιγάδη που τον είχε ακολουθήσει.

Η δουλειά ήταν δύσκολη, πολύωρη κι επίμονη. Δεν ήταν εύκολο να κατεδαφίσουν στα σκοτεινά, με τέτοιο δυνατό κρύο, σε μια νύχτα, μια μεγάλη καλύβα, και να ξαναχτίσουν άλλη. Μα όταν αποφάσιζε κάτι ο καπετάν Νικηφόρος, δεν τον σταματούσαν τα εμπόδια και οι δυσκολίες.

Χωρίς κρότο, χωρίς εργαλεία, χωρίς φως, σε μια νύχτα μέσα, τριάντα άντρες κατέβασαν καλάμια, δοκάρια, ραγάζια, στέγες και τοίχους, και με τα ίδια υλικά ξανάχτισαν καινούρια καλύβα, χαμηλή, που το ύψος της να μην περνά τα καλάμια. Μαζί τους δούλευε και ο Νικηφόρος, λύνοντας με τα χέρια του καλάμια και δοκάρια, αψηφώντας κούραση, πόνους και κόπους. Και βλέποντας τον Αρχηγό τους πρώτο στη δουλειά, παράβγαιναν οι άντρες ποιος να πρωτοβοηθήσει, ποιος να καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια να εκτελέσουν το σκοπό τους. Μα όταν θέλησαν να χαλάσουν το πρόχωμα, για να το πλησιάσουν στη χαμηλή τους καλύβα, στάθηκε αδύνατο. Το κρύο είχε πετρώσει τη λάσπη με την οποία ήταν χτισμένο, θα χρειάζουνταν αξίνες για να το σπάσουν, και το κυριότερο στοιχείο για να επιτύχει ο σκοπός τους ήταν η σιωπή. Το πρωί, σαν ξημέρωσε, εξαντλημένοι, βρώμικοι, λασπωμένοι, μουσκεμένοι, μα ήσυχοι πια, πλαγιασμένοι πλάγι πλάγι στην ταπεινή τους καλυβούλα, άντρες και αρχηγός μπόρεσαν να κοιμηθούν ύπνο όπως δεν τον είχαν γευθεί από καιρό.