Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο Ι

Από Βικιθήκη
Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
Ι'. Μάχη στην Κεντρική Καλύβα


Ξημέρωσε η 14η Νοεμβρίου. Πρώτος στο πόδι, ζωηρός, ευδιάθετος, ήταν ο Άγρας. Τον είχε αφήσει η θέρμη και, περιφρονώντας την αρρώστια, ετοίμαζε την επίθεση. Σε μια μεγάλη πλάβα, μ' ένα πλατσί στο χέρι, αμίλητος από υπερηφάνεια και συγκίνηση, περίμενε ο Αποστόλης τον Αρχηγό. Ο γερο - Πασκάλ δεν είχε επιστρέψει. Οι χωρικοί δεν γνώριζαν τα νεοανοιγμένα μονοπάτια. Μόνος οδηγός είχε μείνει αυτός. Και ο Αρχηγός του έκαμνε την τιμή να τον πάρει στη δική του πλάβα, πρώτον, εμπρός εμπρός. Θα πρόσβαλλε πρώτος αυτός την καλύβα Ζερβοχώρι, που ήταν η κεντρική μεγαλύτερη βουλγάρικη καλύβα. Δεκαοκτώ ήταν όλοι οι άντρες, ένας κι ένας όμως, τσολιάδες και Στενημαχίτες, που είχαν έλθει στη Μακεδονία με απόφαση να χτυπήσουν τους Βουλγάρους, παλικάρια αφοσιωμένα ως το θάνατο στον Αρχηγό τους. Κι επτά ήταν μόνο οι πλάβες.

- Τολμηρή επιχείρηση, χωρίς καν ελπίδα να μας φθάσει βοήθεια, είπε ζωηρά ο καπετάν Τυλιγάδης, ζώνοντας τη φυσιγγιοθήκη του και τοποθετώντας αράδα χεροβομβίδες στο βάθος του μονόξυλού του. Μα πότε μέτρησε ο Αρχηγός τον κίνδυνο;

Ο Αντώνης πήδηξε στην πρώτη πλάβα πλάι στον Αποστόλη. Βαστούσε ένα μάνλιχερ και είχε δυο πιστόλια περασμένα στη ζώνη του.

- Αμέ; Δεν ήρθαμε δω να ζήσομε! είπε χαρούμενα. Δεν το 'πε του Στέλιου σαν τον πήρε στο σώμα ο Αρχηγός; «Εμείς» είπε, «λογαριάζομε πώς θα πεθάνομε σήμερα». Και σήμερα αλήθεια μπορεί ν' αληθέψει ο λόγος του...

- Δε βαριέσαι! είπε από την διπλανή πλάβα ο Χρήστος ο Κρητικός. Αν είναι τση τύχης μας, θ' αποθάνομε. Αν δεν είναι τση τύχης μας, βόλι δε μας πιάνει...

Οι άντρες κατάφθαναν οπλισμένοι, μοιράζουνταν στις πλάβες, από δυο στις πιο μικρές, από τρεις στις μεγαλύτερες. Ο Άγρας έδινε τις τελευταίες οδηγίες στους στρατολογημένους χωρικούς, μαθημένους πια στο τουφέκι, που θα φύλαγαν και θα υπεράσπιζαν την Κούγκα, αν γίνουνταν επίθεση από κανένα βουλγάρικο σώμα. Τελευταίος πήδηξε στην πλάβα του.

- Και αν φανεί ο καπετάν Γκόνος ή ο καπετάν Κάλας, στείλτε μας τους... πρόσταξε.

Οι πλάβες ξεκίνησαν με απόσταση τρία μέτρα μεταξύ τους. Πρώτη πήγαινε του Άγρα με τον Αντώνη, και οδηγό τον Αποστόλη. Μιλιά δεν ακούουνταν. Σιωπηλά δούλευαν τα πλατσιά στο νερό, προσέχοντας μην πιτσιλίσουν, μη σκοντάψουν σε τίποτα σκληρό, μη σηκώσουν κανένα νεροπούλι, που ο κρότος ή το πέταγμα θα τους πρόδιδε.

Πλησίασαν τις καλύβες και μπήκαν στα καλάμια. Εμπρός, ανακούρκουδα στην πλώρη, σιγά, μαλακά, χώριζε ο Αποστόλης τα ξερά καλάμια, προσέχοντας μην τα τσακίσει, και αργά, σιωπηλά προχωρούσε η πλάβα. Καθιστός, στη μέση του μονόξυλου, με γνεψίματα, οδηγούσε ο Άγρας τις πλάβες που τον ακολουθούσαν. Αμέσως πίσω του ήταν ο καπετάν Τυλιγάδης με άλλους δυο άντρες. Με μια πλατιά κίνηση του χεριού, του έγνεψε ο Άγρας να στρίψει από το πλάγι, να χτυπήσει την καλύβα από το πίσω μέρος. Αμέσως χωρίστηκε ο Τυλιγάδης, και με άλλες τρεις πλάβες χώθηκε στα καλάμια, για να κυκλώσει την κεντρική καλύβα, ενώ με τις τρεις τελευταίες προχώρησε ο Άγρας προς την είσοδο της. Ήταν πια τόσο κοντά, που ακούονταν οι κουβέντες των Βουλγάρων, και οι Έλληνες έβλεπαν τον καπνό του τσιγάρου που ανέβαινε ίσια στην ήρεμη ατμόσφαιρα. Ο Άγρας έσκυψε στο αυτί του Αποστόλη.

- Τι λεν; ρώτησε.

- Μελετούν την αυριανή επίθεση στην καλύβα Κούγκα, αποκρίθηκε επίσης χαμηλόφωνα ο οδηγός.

Με το κεφάλι έκανε ο Άγρας «Καλά», και κοίταξε κατά την πίσω μεριά της καλύβας. Ο Τυλιγάδης δε φαίνουνταν πια. Οι πλάβες είχαν χαθεί μες στα καλάμια. Ο Αποστόλης, μ' ένα νόημα του Αρχηγού στάθηκε. Περίμεναν, κρατώντας την ανάσα τους. Έξαφνα, μια ομοβροντία από πίσω από το πάτωμα τράνταξε την ατμόσφαιρα. Την ίδια στιγμή, άλλη ομοβροντία της αποκρίθηκε από τις πλάβες του Άγρα. Και η κεντρική βουλγάρικη καλύβα γέμισε κρότους, σύγχυση, τρομάρα, φωνές.

- Ολελέ μάικου! ολόλυζαν οι Βούλγαροι.

- Εμπρός! Εμπρός! Πυρ ταχύ! Τις χεροβομβίδες, Τυλιγάδη! απαντούσε φωναχτά ο Άγρας.

Με όλη του τη δύναμη έσπρωχνε τώρα την πλάβα του μπροστά ο Αποστόλης, μπήγοντας το πλατσί του στον πάτο. Μα ήταν ρηχά τα νερά, πυκνές οι πλατύφυλλες λαπατιές, το μονόξυλο σκάλωνε σε κάθε βήμα.

- Εμπρός! Εμπρός! φώναζε ο Άγρας. Τυλιγάδη! Τις χεροβομβίδες ρίξε...

Τρομαγμένοι, σαστισμένοι έριχναν και οι Βούλγαροι. Από τα δύο μέρη ξεκούφαινε το τουφεκίδι. Μα οι Έλληνες σημάδευαν, ενώ οι Βούλγαροι, ξαφνιασμένοι, γύρευαν να σκεπαστούν πίσω από το πρόχωμα τους, τραβούσαν στο βρόντο, σχεδόν χωρίς να βλέπουν. Σπιθαμή σπιθαμή, κοπιαστικά προχωρούσαν οι πλάβες του Άγρα μες στην πυκνή φυτεία, και θυμωμένη υψώνουνταν ολοένα η φωνή του.

- Τις μπόμπες, βρε! Ρίξτε τις! Τι περιμένετε; Η φωνή του Τυλιγάδη ακούστηκε ήρεμη, μες στο ξεκουφαντικό τουφεκίδι:

- Τις ρίξαμε, δεν έσκασαν...

Πήδηξε ο Άγρας στ' άβαθα νερά και τον ακολούθησαν τα παλικάρια του, μαζί και ο Αποστόλης, και ρίχθηκαν στην είσοδο της καλύβας. Το μέρος εκείνο ήταν βούρκος πηχτός και γλιστερός, γεμάτος φυτά που μπερδεύουνταν στα πόδια. Μα τίποτα δε σταματούσε τον Άγρα. Πρώτος αυτός προχωρούσε, παλεύοντας με τα εμπόδια του βάλτου, άδειαζε αδιάκοπα το τουφέκι του, εγκαρδίωνε τους άντρες του.

- Εμπρός! Εμπρός, παιδιά! φώναζε. Μας χρειάζεται καλύτερη καλύβα για να κοιμηθούμε απόψε. Πάρετε τους την...

Και ο Τυλιγάδης φαίνουνταν τώρα, όλος αίματα γεμάτος, μα αδάμαστος, στο πίσω μέρος της καλύβας, με τους άντρες του, που τουφεκούσαν από μέσα από τις πλάβες. Τόσο κοντά είχαν φθάσει, που ο Χρήστος ο Κρητικός προκαλούσε τους Βουλγάρους φωναχτά:

- Τέτοιες γυναίκες λαγόκαρδες! Ίντα κρύβεστε πίσω απ' τα ταμπούρια σας; Προβάλετε να μετρηθούμε, αν είσαστε άντρες!

Οι Βούλγαροι, αναγνωρίζοντας την κρητική του προφορά, του αποκρίνουνταν:

- Ζωντανό θα σε στείλομε στο Ζερβοχώρι, να σε γδάρουν οι γυναίκες!

- Την κεφαλή σας μονάχα θα στείλω γω στο χωριό μου, να δουν έτσι οι κοπελιές μας την ασκημιά σας! φώναξε ο Χρήστος, πετώντας μια τελευταία χεροβομβίδα.

Μα δεν έσκασε και αυτή. Οι Βούλγαροι, πολλοί και καλά οπλισμένοι, βλέποντας τις χεροβομβίδες να κυλούν σαν τόπια, χωρίς να παίρνουν φωτιά, ανασυντάχθηκαν, έπιασαν θέσεις, έριχναν αδιάκοπα. Και, συνάμα, από τις πλαγινές καλύβες πύκνωσε το τουφέκι.

Από το Γκολοσέλο, ένα τέταρτο απόσταση, είχαν προφθάσει, τους είχαν έλθει επικουρίες. Χάλαζα έπεφταν τώρα οι σφαίρες από τα σκεπά. Οι άντρες του Άγρα ήταν μες στο νερό, εκτεθειμένοι, ξέσκεποι. Ένας ένας έπεφτε. Η πάλη ήταν άνιση όσο και άγρια. Μια σφαίρα πήρε το ένα χέρι του Άγρα. Άλλη του τρύπησε το δεξί του ώμο. Με μια ματιά μέτρησε ο Αρχηγός τα παλικάρια του. Του έμεναν οι μισοί. Η επιχείρηση είχε αποτύχει. Διέταξε υποχώρηση.

- Τους νεκρούς, παιδιά! Τίποτα μην τους αφήσομε! φώναξε.

Και αψηφώντας τις πληγές του, κάτω από χαλάζι σφαίρες, μαζεύει τους σκοτωμένους, και με τους άντρες του σηκώνει στα χέρια και βγάζει μια πλάβα που είχε βουλιάξει, τους πλαγιάζει μέσα, και, τελευταίος αυτός, ακολουθεί γερούς, πληγωμένους και νεκρούς, στραμμένος προς τη βουλγάρικη καλύβα, τ' όπλο στο γερό του χέρι, αποφασισμένος ν' αντισταθεί ως το θάνατο. Μα πτοημένοι οι Βούλγαροι κρύφθηκαν. Πολλοί είχαν πέσει. Και τόσο είχαν τρομάξει, τόσο είχαν σαστίσει με την τόλμη του εχθρού τους, που δεν τον καταδίωξαν. Σαν έφθασαν στην Κούγκα, οι Έλληνες μετρήθηκαν. Από τους δεκαοχτώ άντρες του Άγρα, εννιά μόνο του έμεναν. Η μέρα εκείνη άφησε βαθιά εντύπωση στους πολεμιστές της Κούγκας. Εννιά είχαν πέσει, οι μισοί σκοτωμένοι και οι άλλοι βαριά πληγωμένοι.

Ο ίδιος ο Άγρας είχε το δεξί ώμο τρυπημένο πέρα πέρα, και από το αριστερό του χέρι μια σφαίρα του είχε κόψει ένα δάχτυλο. Αδάμαστος όμως, αρνήθηκε να πάει να νοσηλευθεί στις Κάτω Καλύβες. Όλη μέρα έμεινε με τους άντρες του, τους μιλούσε, τους παρηγορούσε, τους εγκαρδίωνε. Η αποτυχία τους είχε κλονίσει. Οι χεροβομβίδες δεν είχαν σκάσει. Το υλικό που τους έστειλαν ήταν, λέει, βλαμμένο. Και σε άλλα μέρη, σε άλλους καπεταναίους, τα φυσίγγια είχαν πάθει, λέει, αφλογισιά. Το «γκουβέρνο» τους παραμελούσε, τους άφηνε στην τύχη τους, τους είχε εγκαταλείψει. Τι να περιμένουν λοιπόν; Από πού θα τους έλθει βοήθεια; Εννιά πια μείνανε...

- Κι εννιά άντρες δεν αρκούμε να βαστάξομε καλύβα οχυρωμένη σαν την Κούγκα μας; διέκοψε ορμητικά ο Άγρας. Ποιος αμφιβάλλει; Να σηκώσει το χέρι όποιος δειλιάσει και να φύγει ευθύς για τις Κάτω Καλύβες, όπου θα βρει ασφάλεια. Ο καπετάν Τυλιγάδης κι εγώ αρκούμε να βαστάξομε την Κούγκα.

- Κι εγώ! φώναξε ο Αποστόλης, που με δεμένο κεφάλι και το μάνλιχερ στο χέρι πετάχθηκε και στάθηκε κοντά στον Τυλιγάδη.

- Κι εγώ! αναφώνησε ο Μιχάλης.

- Κι εγώ!

- Κι εγώ!

- Κι εγώ!

- Κι εγώ!

Εύζωνοι από την παλιά Ελλάδα, Κρητικοί, Στενημαχίτες παλικάρια, ντόπιοι που είχαν ασκηθεί στο τουφέκι, όλοι, σαν ένας άντρας, πετάχθηκαν ηλεκτρισμένοι, μαζεύτηκαν γύρω στον Αρχηγό τους.

- Μαζί σου, Καπετάνιε! Όλοι θα μείνομε. Τους χαμογέλασε ο Άγρας, και είχε πολλή τρυφερότητα το χαμόγελο του.

- Το ήξερα, παιδιά μου, πως κανένας σας δε θα φύγει, είπε με αγάπη. Όλα αυτά που λέγατε ήταν θυμός, που δεν πετύχαμε και δεν πήραμε τη μεγάλη καλύβα τους. Ε, τι να γίνει; Δε σκάσανε οι μπόμπες! Την ερχόμενη φορά θα μας στείλει καλύτερες ο Δεσπότης. Και ωστόσο, να ετοιμάσομε την άμυνα για αύριο. Οι πιο γεροί να βγουν καραούλια, να πιάσουν τα μονοπάτια...

Μα όσο περνούσε η μέρα, η κούραση γίνουνταν πιο αισθητή, οι πληγές, κακοδεμένες, πονούσαν, το σκοτάδι χαλάρωνε το ηθικό των αντρών, η μελαγχολία κατέβαινε με το σούρουπο.

Καίοντας από πυρετό, τα μάγουλα κόκκινα, τα μάτια γυαλιστά, ανασηκώθηκε ο Άγρας, ακούμπησε τη ράχη του στο καλαμένιο τοίχωμα, και ζωηρά, γελαστά, διηγήθηκε στους άντρες του πώς, τον Απρίλιο του 1905, ο καπετάν Μπούας3 με τον καπετάν Ακρίτα4, για να περάσουν τον Αλιάκμονα στο πέρασμα της Κόκοβας, πήγαν και χτύπησαν την πόρτα μιας μπαράκας που ήταν φυλάκιο των Τούρκων, και με ολόκληρο το σώμα τους φώναξαν, Τεσλήμ, δηλαδή παραδοθείτε. Μ' από μέσα καμιά απάντηση δεν έρχουνταν, και μόνο ένας λαφρύς κρότος ακούουνταν. Και τότε έσπασαν την πόρτα και βρήκαν... ένα αρνάκι. Ύστερα όμως, λίγο αργότερα, ο ίδιος ο καπετάν Μπούας, με μια φούχτα άντρες, βάσταξε δυο σώματα κομιτατζήδων στο Σαρακίνοβο της Καρατζόβας. Και θα τους κατέστρεφε όλους, αν δεν πληγώνουνταν βαριά στο πόδι και δεν αναγκάζουνταν να υποχωρήσει, πολεμώντας πάντα, ώσπου έπεσε. Και τότε, σηκωτό τον πήγαν στο Βλάδοβο.

- Μα σακατεύτηκε και γύρισε στην Ελλάδα, και δεν μπόρεσε να ξαναβγεί στο κλαρί, παρατήρησε μελαγχολικά ένας από τους άντρες που είχε φάγει και αυτός μια σφαίρα στο πόδι.

Ήρεμα αποκρίθηκε ο Άγρας:

- Αγώνας είναι αυτός. Και θα μας χτυπήσουν, και θα τους χτυπήσομε.

- Μα αυτοί είναι θεριά! είπε ο Χρήστος ο Κρητικός. Δεν κάψανε τσι καλύβες ούλες τσι ανατολικές, την Πρίσνα, του Αλήμπεη τη Λάκκα, το Τσέκρι, πρι τσι πάρουνε και τσι ξαναφκιάξουνε οι δικοί μας;...

Ο Άγρας γέλασε.

- Αμέ να 'ταν οι αμαρτίες τους αυτές μονάχα! είπε καλόβουλα. Τάχα εμείς τι κάνομε; Ακόμα προχθές δεν κάψαμε το Ζερβοχώρι; Και ψυχή δεν έχει η Παζαρέντζαινα η κακομοίρα, που την είδε ο Αποστόλης να κλαίει και να δέρνεται στα χαλάσματα του σπιτιού της, αφού της πήραμε και τον άντρα της; Και οι άλλες γυναίκες που μας δώσανε κατάρες με την πήχη...

- Τι θα τον κάνεις τον Παζαρέντζε, κύριε Αρχηγέ; ρώτησε ο Αντώνης.

Ο Άγρας, με το πληγωμένο χέρι του, έσπρωξε πίσω τα κατσαρά μαλλιά του. Πονούσαν οι πληγές του και τα μηνίγγια του χτυπούσαν από τον πυρετό. Μα δεν ήθελε να το δείξει.

- Θα τον στείλομε πίσω στη γυναίκα του, είπε καλόκαρδα. Χθες και σήμερα δεν πρόφθασα να τον συλλογιστώ.

- Αυτός, Αρχηγέ, είναι επικίνδυνος, διαμαρτυρήθηκε ο Μιχάλης.

- Το ξέρω, αποκρίθηκε ξένοιαστα ο Άγρας, γι' αυτό και τον κρατούμε ακόμα. Μα ας στερεωθούμε δω μια φορά, και ύστερα...

- Δώσ' του Χρήστου την κεφαλή του, να τήνε μπέψει στσι Λάκκους, στη μπατρίδα του, να δουν οι πατριώτισσες του τι θα πει γουρουνομύτης, είπε ο Αντώνης που δεν έχανε ποτέ τα κέφια του, προφέροντας και αυτός σαν τον Χρήστο.

Όλοι γύρω γέλασαν.

- Ναι, δώσε μου τηνε! είπε ο Χρήστος.

- Κοίτα συ καλύτερα μη στείλουν πρώτα αυτοί το δικό σου κεφάλι στις κοπέλες στο Ζερβοχώρι, που είσαι και ομορφονιός, χωράτεψε ο Άγρας.

Και σοβαρεμένος πρόσθεσε:

- Εμείς δεν κάνομε αγριότητες. Πολεμούμε παλικαρίσια, μην το ξεχνάτε, παιδιά.

- Έτσι, που τα πας εσύ, κυρ Αρχηγέ, δε θα τους κάνεις ποτέ ζάφτι, είπε ένας εύζωνος, ο Θωμάς.

- Γιατί; ρώτησε ο Άγρας.

- Γιατί τους λυπάσαι και δεν τους ξεπαστρεύεις. Και αυτοί είναι πολλοί.

- Και δεν πα' να 'ναι; είπε αμέριμνα ο Αρχηγός.

- Ε! Και σα μας πνίξουνε;

Ο Άγρας σήκωσε τους ώμους του.

- Τα παλικάρια δεν τα πνίγουν, είπε ήσυχα. Ένας που δε φοβάται, βάζει μπρος πενήντα φοβισμένους. Θυμηθείτε τι σας έλεγα για τον Κανάρη, τι έκανε στη Σάμο, στα 1824, στην περίφημη ναυμαχία, στον Άσπρο Κάβο, όπου μ' ένα καραβάκι έβαλε μπρος και κυνήγησε ολόκληρη την τούρκικη αρμάδα, σύννεφο από μεγάλα πλοία, που έφευγαν μπροστά του σα λαγοί πανικόβλητοι. Αυτό το παράδειγμα να 'χετε στο νου σας!...

Σούσουρο, γέλια, πατήματα ακούστηκαν στο πάτωμα. Κάθε άντρας άρπαξε τ' όπλο του. Στο φως της λαμπίτσας που τρεμόσβηνε, ένα ψηλό αντρίκιο σώμα φάνηκε στην πόρτα, τη γέμισε όλη.

- Γεια σου, Γιάννη! φώναξε, χαρούμενα ο Άγρας. Λάλησε το τουφέκι και σ' έκραξε!

Συγκινημένος, άφωνος σίμωσε ο καπετάν Νικηφόρος και άρπαξε κι έσφιξε το χέρι του Άγρα. Πίσω του, ένας ένας έμπαιναν στην καλύβα, τη γέμιζαν οι άντρες του σώματος του.

- Πόσους μας φέρνεις; ρώτησε ο Άγρας, συγκινημένος και αυτός.

- Εικοσιδυό, κι εγώ ένας, εικοσιτρείς, αποκρίθηκε βραχνά ο Νικηφόρος.

Γελώντας για να μη δείξει τη συγκίνηση του είπε ο Άγρας:

- Πάλι πρώτος έφθασες, Γιάννη! Μα πώς πρόφθασες έτσι γρήγορα;

Ο Νικηφόρος βούρτσισε το μουστάκι του με την ξανάστροφη του χεριού του, για να κερδίσει καιρό. Μα η φωνή του έτρεμε ακόμα.

- Είχα λάβει το μήνυμα σου, αποκρίθηκε. Μα ήταν να επιτεθείς αύριο. Λογάριαζα πως πρόφθαινα. Ακούσαμε το τουφεκίδι κοντά πια στην Πέτρα. Λέγω του γερο - Πασκάλ: «Μας πας από το βάλτο;». «Σας πάγω», μου λέει. Και τραβήξαμε βόρεια από τις Τούμπες. Τι δρόμους και μονοπάτια πήρε ο οδηγός, μη με ρωτάς. Σα φίδια γυρνούν οι δρόμοι! Τραβήξαμε για δω και φθάσαμε. Είχαμε όμως το φόβο πως θα φθάναμε αργά...

Σώπασε ο Νικηφόρος, γιατί η φωνή του χαλάρωνε πάλι. Χαμογελώντας σκέπασε ο Άγρας με το δεμένο του χέρι το χέρι του Νικηφόρου, που κρατούσε ακόμα το δικό του το γερό.

- Δεν είναι αργά, είπε. Αύριο θα μας επιτεθούνε αυτοί, και βλέπεις, είμεθα λιγάκι τσακισμένοι...

- Και ο καπετάν Τυλιγάδης... και ο Θωμάς... Ήταν σκληρή η μάχη, ε; ρώτησε ο Νικηφόρος.

- Δε σκάσανε οι μπόμπες, αποκρίθηκε ο Τυλιγάδης, σιάζοντας τον επίδεσμο του μετώπου του, αλλιώς δε γλίτωνε κανένας. Ο Αρχηγός από μπρος κι εγώ από πίσω τους παίρναμε την καλύβα μια χαρά. Μα δε σκάσανε οι άτιμες...

- Και πρόφθασαν οι επικουρίες από το Γκολοσέλο, πρόσθεσε ο Άγρας.

Γέλασε πάλι και είπε:

- Μου το είχε μηνύσει ο καπετάν Παναγιώτης ο κακομοίρης, πως θα μας πέσουν στη ράχη από το Γκολοσέλο, αν δεν τους διώξομε από κει. Μα έλεγα πως θα προφθαίναμε να πάρομε την καλύβα τους πριν ξεκινήσουν από πάνω. Έπειτα, δεν είχα καιρό να περιμένω. Θα μας επιτεθούν αυτοί αύριο. Έπρεπε να προκάνομε μεις να τους πάρομε την καλύβα τους... Και ο καπετάν Γκόνος δεν ήλθε... Θα του 'κοψαν το δρόμο...

Ο καθένας έλεγε το λόγο του, εξηγούσε κατά τον τρόπο του την αποτυχία.

- Αν είχε έλθει ο καπετάν Κάλας...

- Γιατί δεν ήλθε ο Κάλας από την Τούμπα της Τερχοβίστας; ρώτησε ο Άγρας.

Μα ο Νικηφόρος δεν ήξερε. Είχε έλθει ολοταχώς, χωρίς ν' αγγίξει στην Τούμπα. Ο Άγρας αργοκούνησε το κεφάλι.

- Ήλθες όμως στην ώρα σου. Πάλι εσύ κι εγώ, Γιάννη, θα τα βγάλομε πέρα αύριο, στη μεγάλη τους επίθεση, είπε με αγάπη.

Μα ξημέρωσε η αυριανή, ανέβηκε ψηλά ο ήλιος, ήλθε το μεσημέρι, κι εχθρός δε φάνηκε. Νύχτωσε, σκοτείνιασε ο βάλτος, βίγλες μπήκαν παντού, μα κανένας Βούλγαρος δεν πλησίασε. Η τολμηρή επιχείρηση του Άγρα, και αποτυχημένη ακόμα, τους είχε τρομοκρατήσει. Μια περιπολία, που βγήκε με το γερο - Πασκάλ και πλησίασε ως κάτω από τις καλύβες τους, έφερε την πληροφορία πως είχαν χάσει και κόσμο πολύ και το ηθικό τους οι Βούλγαροι. Για λίγες μέρες τουλάχιστον θα έμεναν ήσυχοι. Τότε έπεισε ο Νικηφόρος τον Άγρα να κατέβει με τους άλλους πληγωμένους στις Κάτω Καλύβες, να νοσηλευθούν από γιατρό. Άφησε ο Νικηφόρος τον Καπετάν Παντελή με ολόκληρο σχεδόν το σώμα του, με τον Νίκο, έναν από τους υπαρχηγούς του Άγρα, και με όσους άντρες έμεναν γεροί, να προστατεύσουν την Κούγκα και τις διάμεσες καλύβες. Κι εκείνος με τον Άγρα κατέβηκε στην καλύβα του Βαγγέλη, όπου νοσηλεύουνταν ήδη οι πρώτοι φθασμένοι βαριά πληγωμένοι.

Ήταν κουρασμένος ο Άγρας και πιασμένος από την ακινησία της πλάβας. Τον δέχθηκαν οι άντρες με συγκίνηση. Μες στην καλύβα, τέσσερις χωρικοί ζεσταίνουνταν γύρω στη φωτιά. Δε σηκώθηκαν σαν μπήκε ο Άγρας, ούτε χαιρέτησαν. Με απορία είδε ο Άγρας πως ήταν δεμένα τα χέρια τους. Αναγνώρισε τους χωρικούς που είχε συλλάβει στο Ζερβοχώρι.

- Γιατί τους έχετε δεμένα τα χέρια; ρώτησε θυμωμένος.

- Γιατί γυρεύουν να μας φύγουν, αποκρίθηκε ένας από τους άντρες. Αυτός εδώ, δείχνοντας τον πιο χοντρό, πήδηξε στο νερό, και είδαμε και πάθαμε να τον ξαναβρούμε μες στα καλάμια. Τους δέσαμε και ησυχάσαμε.

Ο Άγρας σίμωσε τους αιχμαλώτους.

- Γιατί γυρεύετε να φύγετε; ρώτησε. Δε σας καλομεταχειρίζονται εδώ;

Κανένας δεν αποκρίθηκε.

- Κάποιος να μεταφράσει... φώναξε ο Άγρας.

- Μπα, Καπετάνιε, όλοι ξέρουν ελληνικά, είπε ο Μιχάλης, που πληγωμένος στο στήθος είχε έλθει από την πρώτη ώρα στις Κάτω Καλύβες.

- Γιατί δεν απαντάς; ρώτησε ο Άγρας το χοντρό, που με γερμένο το κεφάλι τον κοίταζε κάτω από τα βαριά του βλέφαρα.

Πάλι αυτός δε μίλησε. Ένας, νέο παιδί ακόμα, κάθουνταν παράπλευρα. Είχε κλάψει πολύ και ήταν ακόμα κόκκινα τα μάτια του. Τον ρώτησε ο Άγρας:

- Γιατί κλαις; Σου έκαναν κανένα κακό; Χαμηλόφωνα αποκρίθηκε αυτός:

- Εσείς θα μας βασανίσετε και θα μας σκοτώσετε!

- Ποιος σου είπε πως θα σας σκοτώσομε; ρώτησε ο Άγρας.

- Ο Τόμαν Παζαρέντζε, αποκρίθηκε ο νέος δείχνοντας με το πηγούνι του το χοντρό κοντά του.

- Εσύ είσαι ο Παζαρέντζε; ρώτησε ο Άγρας. Έχεις γυναίκα μια Σόνια;

Ο Παζαρέντζε δεν αποκρίθηκε. Από κάτω από τα βλέφαρα του κοίταζε με μίσος τον Άγρα.

- Εμείς δε βασανίζομε και δε σκοτώνομε, είπε γλυκά ο Αρχηγός. Και όχι μόνο δε σκοτώνομε, μα κι ελεύθερους θα σας αφήσομε. Αρκεί να μας υποσχεθείτε πως δε θα σηκώσετε πια τουφέκι εναντίον μας.

Ταράχτηκαν οι αιχμάλωτοι. Ένα δυο θαύμασαν, οι τρεις υποσχέθηκαν, ο νεότερος άρχισε πάλι να κλαίει. Μόνος ο Παζαρέντζε δε μίλησε. Ο Άγρας φώναξε ένα χωρικό, τον Στέλιο.

- Πάρε τους και τους τέσσερις, με μια μεγάλη πλάβα, πρόσταξε. Θα τους βγάλεις στην ξηρά. Λύσετε τους τα χέρια... Και παίρνοντας χώρια τον Τυλιγάδη:

- Πήγαινε μαζί τους, του είπε χαμηλόφωνα, μη συμβεί τίποτα στο δρόμο. Σου τους εμπιστεύομαι σένα... Και πιο σιγά πρόσθεσε: Δέσε τους τα μάτια, πέρασε τους από τον κρυφό δρόμο του καπετάν Παναγιώτη και βγάλε τους στην Γιάντσιστα. Είσαι υπεύθυνος εσύ, αν πάθουν τίποτα.

Στάθηκε όρθιος πλάι στον Νικηφόρο και περίμενε να μπουν οι άνδρες στην πλάβα. Και σαν είδε όλους τους αιχμαλώτους στις βάρκες, είπε του Παζαρέντζε:

- Πες της Σόνιας πως εμείς οι Έλληνες της στέλνομε πίσω τον άντρα της. Να μην το ξεχάσει, αν πέσουν δικοί μας στα χέρια της.

Και πρόσταξε να τους δέσουν τα μάτια. Σιωπηλά κοίταζε τις βάρκες που έφευγαν. Τον πλησίασαν ένα δυο άντρες του. Ήταν συγκινημένοι.

- Κάνε, λέει, το καλό, και ρίξ' το στο γιαλό, είπε ο Μιχάλης.

- Ξεχνάς όμως, Καπετάνιε, πως έχεις να κάνεις με αρκούδες που θα σε σχίσουν, πρόσθεσε άλλος.

Συλλογισμένος είπε ο Άγρας:

- Ο νέος που έκλαιγε δε θα μας ξαναχτυπήσει. Αν κερδίσαμε μια ψυχή, λίγο το 'χεις;

- Και ο Παζαρέντζε;

- Αυτός λέω κι εγώ πως είναι διάβολος.

- Γιατί τον άφησες να φύγει; Ο Άγρας σήκωσε τους ώμους.

- Έτσι, είπε. Γέλασε και πρόσθεσε:

- Ας πάει στα χαμένα μια συγχώρηση. Μπήκε στην καλύβα.

- Πού είναι ο γιατρός; ρώτησε. Πονεί το άτιμο το χέρι μου. Ήταν εκεί εγκατεστημένος κιόλα ο γιατρός.

Ήταν εμπειρικός, φερμένος από τα νότια ελληνικά χωριά του Βάλτου, γεμάτος καλή θέληση, αλλά με πρωτόγονες γιατρικές γνώσεις. Μπήκε στην καλύβα, έγδυσε τον Άγρα, κι εξέτασε τον ώμο και το χέρι του. Μια σφαίρα του είχε πάρει ένα δάχτυλο του αριστερού χεριού και άλλη είχε περάσει το δεξί του ώμο και είχε βγει από τη ράχη. Αυτή ήταν η σοβαρότερη πληγή, και ο κομπογιαννίτης γιατρός άρχισε να του περνά φιτίλια μες στην πληγή, χωρίς ν' αφήσει και το τσιγάρο που κάπνιζε.

- Πες του να το πετάξει, και να καθαρίσει πρώτα τα χέρια του, είπε αγανακτισμένος ο Νικηφόρος χαμηλόφωνα του Άγρα.

Μ' αυτός χαμογέλασε.

- Δε βαριέσαι, του αποκρίθηκε αδιάφορα. Εμείς είμαστε αντάρτες. Και ο καπνός δεν πείραξε ποτέ κανένα.

Και άφησε το γιατρό να τον γιατροπορέψει όπως ήξερε.