Σελίδα:Pandōra teyxos 1.djvu/3

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
3
ΠΑΝΔΩΡΑ.

τὰ δίοπτρά του, καὶ ἡμικλίσας τοὺς ὀφθαλμοὺς, ὡς τήν γαλῆν ὅταν θέλῃ να προσποιηθῇ ἀδιαφορίαν.

— Πὲρ δίο σάντο, ἐξηκολούθησεν, ὁ κόντες σ' ἀφήνει τὴν κληρονομιά του; Μπέλλο, ὢ μπέλλο! Μὰ, καρίσσιμο, εἶσαι βέβαιος; Ἐγὼ δὲν θυμοῦμαι νὰ ἔγραψα τέτοιο τεσταμέντο.

— Ὄχι, κύριε Τάπα, ἡ διαθήκη εἶναι ἱδιωτική.

— Ὤ! καὶ πότε ἔγινε, δὲν μοῦ λέγεις;

— Ἔγινε σήμερον, αὐτὴν τὴν στιγμήν. Ἀλλὰ ἐννοεῖς ὅτι θέλω νὰ μὴ τὴν ἠξεύρει κἀνείς.

— Περ δίο! ποῖον τὸ λέγεις; Διαθήκη τοῦ Κόντε Ναννέτου! Μὰ τὸν ἅϊ Διονύσι, σιγουριτὰ σόλιδη! Μὰ γιὰ ἀσπέττα! γιὰ ἀσπέττα, καρίσσιμο. Ὁ κόντες, θαῤῥῶ, ἔχει ἀνεψιὸν, ἢ δὲν ἔχει;

— Ὁ Γεράσιμος εἰς τὸ Ληξούρι εἶναι ἀνεψιός του.

— Δούγκουε; δὲν εἶναι ὁ κληρονόμος ἐκειός;

— Ἔπρεπε νὰ εἶναι, ἀπεκρίθη ὁ Ῥοδίνης, καὶ πίστευσέ με, φίλτατε Κύριε Τάπα, εἶπα ὅ, τι ἐνεδέχετο διὰ νὰ δυσωπήσω τὸν θεῖον, ἀλλὰ ματαίως. Εἶδα μόνον ὅτι τὸν λυπῶ, χωρὶς νὰ κατορθῶ τίποτε. Καὶ ἐν ᾧ ἤμην ἔτοιμος καὶ τὸν θυμόν του νὰ ὑπομείνω καὶ νὰ μὴ δεχθῶ,—μὴ μοὶ ἀρνεῖσαι, μοὶ εἶπε, καὶ μὴ μ' ἀναφέρῃς τὸ ὄνομά του. Τὸ ζοφερὸν ἐκεῖνο καὶ διηνεκὲς τῆς ζωῆς μου νέφος μάκρυνέ το ἀπὸ τὴν νεκρικὴν κλίνην μου. Μὴ ἔχῃς οὐδεμίαν τύψιν τοῦ συνειδότος ἐνδίδων εἰς τὴν παράκλησίν μου· τὴν κληρονομίαν μου δίδω εἰς σὲ, διότι διὰ σοῦ θέλει περιέλθει εἰς ἐκεῖνον εἰς ὃν ἑκατονταπλασίως ἀνήκει, καὶ ὅστις ἐκ τῆς χειρός μου ποτὲ δὲν θέλει συγκατανεύσει νὰ τὴν δεχθῇ. Διὰ σοῦ τὴν δίδω εἰς ἐκεῖνον ὅστις ἐλῃστεύθη ὑπὸ τοῦ ἀναξίου ἀνεψιοῦ μου, καὶ ὅμως ἐν τῷ ἡρωϊσμῷ τῆς φιλίας του ὑπέμεινε μᾶλλον πενίαν καὶ ἀτιμίαν παρὰ νὰ μὲ λυπήσῃ ἀποκαλύπτων μοι τοῦ συγγενοῦς μου τὸ ὄνειδος. Δὲν θέλεις νὰ δεχθῇς τὸν πλοῦτον ἀπὸ ἐμέ. Ἀλλὰ δὲν θὰ θελήσῃς οὔτε νὰ μὲ βοηθήσῃς ν' ἀποθάνω εὐδαίμων ὅτι ἐξεπλήρωσα τὸ ἱερώτερον τῶν χρεῶν μου; Ἐννοεῖς ὅτι ἔκτοτε ἡ ἄρνησις μοὶ ἦτον ἀδύνατος.

— Περδίο! Τὸν κόντε Γεράσιμον λοιπόν;...

— Τὸν ἐκήρυξεν ἀπόκληρον, καὶ κατάραν μ' ἀφήνει εἰς τὴν διαθήκην του ἂν τῷ δώσω ποτὲ ὅπως δήποτε κᾀνὲν μέρος τῆς περιουσίας του.

— Ἀπόκληρον! εἶπεν ὁ Τάπας μὲ γέλωτα σπασμωδικὸν καὶ σκιρτῶν ἐπὶ τῆς καθέδρας του. Ἀπόκληρον! ὤ μπέλλα κόζα!—Σὲ συμβουλεύω ὅμως, κάρο Ῥοδινῃ, πρόσεχε μὲ τούταις ταῖς δουλειαῖς νὰ μὴν ἐμπλεχθὴς εἰς τράβαλα καὶ τρεχάματα. Χωρὶς ῥατζιόνε βαλάμπιλε δὲν ἠμπορεῖ κᾀνεὶς ν' ἀποκηρύξῃ τοὺς νομίμους του κληρονόμους. Ἠμπορεῖ ὁ κόντε Γεράσιμος νὰ ζητήσῃ τὸ ντρίτο του ἀπὸ τὸ τριβουνάλε.

— Κατὰ δυστυχίαν, ἀπήντησεν ὁ Ῥοδίνης, οἱ λόγοι δὲν λείπουν, καὶ ὁ κόμης πρὸς ἀσφάλειαν τοὺς ἐξέθεσεν εἰς τὴν διαθήκην του, διὰ τοῦτο τὴν ἔκαμεν ἰδιωτικὴν, ἐννοεῖς.

— Σικοῦρο, σικοῦρο! Ἄκουσα γιαμὰ κ' ἐγὼ μερικαῖς ζουρλαμάδες τῆς τζοβεντοῦς τοῦ κόντε Γεράσιμου. Δι' αὐτήναις ὅμως νὰ θυμώσῃ τόσο ὁ κόντε Διονύσις, ποῦ τὸν ἔχουμ' ἐδῶ γιὰ δεύτερο ἅγιο, δὲν ἡμπορεῖ νὰ μοῦ χωρέσῃ στ' τὸν νοῦ.

— Δὲν ἀνήκει εἰς ἐμὲ νὰ τὸν κατηγορὴσω, εἶπεν ὁ Ῥοδίνης, ἀλλὰ δὲν πρέπει οὔτε τοῦ κόμητος Διονυσίου ἡ διαγωγὴ νὰ σοὶ φανῇ ἀξιοκατάκριτος. Ὁ Γεράσιμος ἠτίμασε τὸ σεβαστὸν ὄνομα τῶν Ναννέτων. Εἰς τὴν Ἰταλίαν ἐφυλακίσθη διὰ κλοπήν. Τὸ αἶσχος τοῦτο προσέβαλε τὸν θεῖόν του ὡς βέλος εἰς τὴν καρδίαν, τὸν ἔῤῥιψεν εἰς τὴν κλίνην, ἣν θέλει ὁ τάφος διαδεχθῇ. Καὶ ὅμως εὐσπλαγχνισθεὶς αὐτὸν, καὶ δυσωπηθεὶς ἄπὸ τὰς ἐπιστολάς του, ὅλας πνεούσας μετάνοιαν, ἀπέδωκε τὴν διαγωγήν του εἰς ἀνοησίαν νεανικὴν, τὸν ἔσωσεν ἀπὸ τὰς φυλακὰς, καὶ συνεκάλυψε τὴν ἀτίμωσίν του. Οἱ σχετικοὶ τοῦ κόμητος τὸν ἐδέχθησαν ἀνυπόπτως ὅλοι, καὶ ὁ Ἰωάννης Βοράτης, ὅστις ὑπῆρξεν εὐεργέτης ἄλλοτε, καὶ φίλος ἐπιστήθιος ἔπειτα τοῦ κόμητος Διονυσίου, ὁ πλούσιος ἔμπορος Βοράτης, τὸν ἐδέχθη ὡς φίλον, ὡς υἱὸν εἰς τὸν οἶκόν του. Μίαν ἡμέραν ἀνεχώρησεν ὁ Βοράτης διὰ τὴν Κέρκυραν, καὶ ἀφῆκε τὸν Γεράσιμον εἰς τὸν οἶκόν του. Ὅταν ἐπέστρεψεν, ὁ Γεράσιμος εἶχεν ἀναχωρήσει εἰς ὁδοιπορίαν, καὶ λῃσταὶ εἶχον ἁρπάσει τὸ ταμεῖον τοῦ Βοράτου. Ἡ λῃστεία αὔτη ἠνάγκασε τὸν ἔντιμον ἔμπορον νὰ χρεωκοπήσῃ, καὶ ἀπὸ πλουσίου τὸν κατέστησε πένητα. Ἐνθυμεῖσαι δὲ ἴσως τόσην ἔκπληξιν ἐκίνησεν εἰς τὸ δημόσιον, ὅτι ἀντὶ νὰ ἐπισπεύσῃ ὁ λῃστευθεὶς διὰ παντὸς τρόπου τὴν ἀνακάλυψιν τῶν κακούργων, ἐξ ἐναντίας αὐτὸς ἀνέστειλε τὰς καταδιώξεις, ὥστε καὶ ἐξετέθη ὡς καὶ εἰς τὴν ὑποψίαν δολίας χρεωκοπίας. Ὁ Βοράτης εἶδε τὴν ὑπόληψίν του καταστραφεῖσαν, εἶδε τὴν οἰκογένειάν του ἕρμαιον τρομερᾶς πενίας, καὶ ὑπέμεινε τὰ πάντα μᾶλλον παρὰ νὰ σπαράξῃ τὴν καρδίαν τοῦ γέροντος καὶ ἀσθενοῦς φίλου του. Ἔκτοτε ἡ ἀσθένεια τοῦ κόμητος ἔλαβε χαρακτῆρα θανατηφόρον. Ὁ κόμης Διονύσιος ὅμως ἐννόει καὶ τὸν αὐτουργὸν τοῦ ἐγκλήματος καὶ τὴν σιωπηλὴν ἀφοσίωσιν τοῦ Βοράτου, καὶ ἐκεῖνον μὲν ἔκτοτε ἀπεκήρυξεν ἐντὸς τῆς καρδίας του, ταύτην δὲ θέλει πλαγίως νὰ ἀνταμείψῃ.

Τώρα ὁποῦ μ' ἐννόησας, φίλε Κύριε Τάπα, ἰδὲ ἂν ἠμπορῇς νὰ μοὶ προμηθεύσῃς τὸ δάνειον, ἂν μετά τινας ἡμέρας σοὶ τὸ ζητήσω.

Ὁ Ῥοδίνης ἐσιώπησε, ἀλλὰ καὶ ὁ συμβολαιογράφος καὶ αὐτὸς ἐσιώπα, καὶ τὴν κεφαλὴν εἰς τὰς δύω του χεῖρας στῃρίζων, ἔστεκε βεβυθισμένος εἰς λογισμοὺς. Μεταξὺ δὲ τῆς σιωπῆς ἥτις ἐπεκράτησε τότε, ἠκούετο τόνος κιθάρας προερχόμενος ἐκ παρακειμένου δωματίου, καὶ συνοδευόμενος ἀπὸ ᾆσμα, οὗ συνεχῶς ἀντήχουν αἱ λέξεις:

«θὰ κρυφθῇ τὸ φεγγάρι ἀπὸ ζήλια»

ψαλλόμεναι ἀπὸ δύω φωνάς.

Τέλος ὁ Τάπας, ὡς ἀπὸ ὕπνον βαθὺν ἀνακύψας, περιέφερε πέριξ βλέμμα ἐκπεπληγμένον, καὶ ἰδὼν τὸν Ῥοδίνην,

— Ἄ κάρο μίο, εἶπεν ὡς συλλέγων τὰς διαφευγούσας ἰδέαςτου, τὸ δάνειο, νὸν ἔ βέρο; τὸ δάνειο; βὰ μπὲν, βὰ μπέν. Αὔριο τὰ λέμε καὶ τὰ σιάζουμε. Ἀπόψε, κὸν περμέσο, ἔχω ὀλίγη δουλειά. Αὔριο, καρίσσιμο σιὸρ. Ῥοδίνη.

Καὶ οὕτω λέγων, ἠγέρθη. Ὁ δὲ Ῥοδίνης, ἐγερθεὶς καὶ αὐτὸς, ἀπεχαιρέτησε ν' ἀναχωρήσῃ.

— Τὰ ῥισπέττα μου τὸν σινιὸρ κόντε, ἔκραξεν ὁ Τάπας εἰς αὐτὸν ἐξερχόμενον. Ἀ ριβεδέρλι.

Καὶ καθ' ἑαυτὸν ἐπρόσθεσε.