Σελίδα:Pandōra teyxos 1.djvu/2

Από Βικιθήκη
Υπήρξε ένα πρόβλημα στον έλεγχο για πιθανά λάθη αυτής της σελίδας.
2
ΠΑΝΔΩΡΑ.

— Ἡ ἀφεντιά σου εἶσαι, σιὸρ Ῥοδίνη; Καλῶς ὥρσες, τζιόϊα μου. Τί κομανδάρει ὁ σιὸρ κόντε Ναννέτος;

—Ὁ Κόμης, κατὰ δυστυχίαν, ἀσθενεῖ πάντοτε, ἀπήντησεν ὁ νέος μὲ γλῶσσαν καθαρίζουσαν, καὶ δὲν ἔρχομαι ἐκ μέρους του, ἀλλ’ ἐκ μέρους μου, νὰ σᾶς ζητήσω χάριν δι’ ἐμὲ τὸν ἴδιον.

Ὁ Συμβολαιογράφος κατεβίβασεν αὐτομάτως τὰ δίοπτρά του, διότι ἡ λέξις χάρις τὸν ἐτρόμαξε, καὶ ἤθελεν εἰς τὰς ἀπαντήσεις του νὰ μὴ φλυαρῇ τὸ βλέμμα του ὅταν ἐμφρόνως ἐσιώπα ἡ γλῶσσα.

—Ὠ! μπένε! μπένε! εἶπε· Τι εἶναι τσὶ ὁρισμούς σου; κομμάντι.

—Ἴσως κατ’ αὐτὰς θὰ μὲ χρειασθοῦν ὡς χίλια δίστηλα· ἤθελα νὰ ἠξεύρω ἂν ἠμπορῆτε νὰ μοι τὰ προμηθεύσητε. Ὁ Συμβολαιογράφος ἐγέλασε τὸν συνήθη του ἀλώπεκος γέλωτα.

—Χίλια δίστηλα! εἶπε· Πὲρ μπάκο, σιὸρ μίο, τὰ δίστηλα δὲν τρέχουνε τσὶ δρόμοι τσῆ Κεφαλληνιᾶς ἐτοῦτοι τσὶ χρόνοι. Τὸ μπόριο εἶναι σκάρτζο, κάρο, ἡ πασολίνα ξεπεσμένη, καὶ ᾑ κασέλαις ἄδειας.

—Κύριε Τάπα, εἶπεν ὁ Ῥοδίνης, γνωρίζω τὰς δυσκολίας, καὶ διὰ τοῦτο σᾶς ἐνώχλησα ἀπὸ τοῦδε, διότι μετά τινας ἡμέρας μόνον θὰ μοὶ χρειασθῇ τὸ δάνειον, ἂν καὶ διόλου μοὶ χρειασθῇ. Πρὸς περισσοτέραν εὐκολίαν ἐπιθυμῶ νὰ ἠξεύρῃς ὅτι ὡς πρὸς τὸν τόκον καὶ τὰς λοιπὰς συνθήκας δὲν ἔχεις ἀνάγκην νὰ φειδωλευθῇς δι’ ἐμέ. Εἶμαι ἕτοιμος εἰς πᾶσαν θυσίαν.

—Βὰ μπὲν, βὰ μπέν! Ἀλλὰ, καθὼς ποῦ σοῦ ῤίζω, κακοὶ καιροὶ, κάρο. Ὅποιος ἔχει ὄβολα σήμερα, τὰ φυλάγει, ἢ ἂν τὰ δώσῃ, θέλει σιγουριταῖς φαρδομάνικαις. —Δίδω τήν ὑπογραφήν μου! εἶπεν ὁ Ῥοδίνης μὲ τὸ ὕφος τοῦ ’Ισπανοῦ στρατηγοῦ ὅστις ἔλεγεν, Ἐνέχυρον δίδω τὸν μύστακά μου!

—Τὴ φίρμα σου, κοσπέττο! σιὸρ Ῥοδίνη. Νά ’μοῦν ἐγὼ, καρίσσιμο, σοῦ ’δινα τὸ βιὸς τοῦ Κρέζου ἂν εἶχα το. Μὸν αὐτοὶ οἱ δανειστάδες, ποῦ κακὸ νὰ τσ’ οὔρτῃ, δὲν εὐχαριστιοῦνται μὲ μόν’ τὴ φίρμα.

—Ἄς κρατοῦν τὸν μισθὸν ὁποῦ μοὶ δίδει ὁ κόμης Ναννέτος. Δὲν τοῖς φθάνει αὐτός;

—Γιαμὰ δὰ ποῦ λές· πῶς νὰ μὴ τσοῖ φθάνει, Μὰ ξέρεις τὶ σοῦ ῤίζουν οἱ κακόσουρτοι; Ὁ μισθὸς, λὲν, σήμερα εἶναι, αὔριον δὲν εἶναι. Κ’ ἔπειτ’ ἀπὲ τὸ μισθὸ πῶς βγαίνουν οἱ τόκοι· μὰ τὰ καπιτάλια ποῦθε βγαίνουν;

—Ἔχει ὁ θεὸς καὶ δι’ ἐκεῖνα, φίλτατε· θὰ οἰκονομήσωμεν τὰ κεφάλαια ἀπήντησεν, ἰδιαρέσκως μειδιῶν, ὁ Ῥοδίνης.

—Ὁ θεὸς ἔχει χωρὶς ἄλλο, εἶπεν ὁ Τάπας, ὑψῶν τοὺς ὤμους. Βλέπεις ὅμως, τζόϊα μου, ὁ θεὸς δὲν εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ πληρώνῃ ταῖς καμπιάλαις εἰς τὴν προθεσμία τους. Πίστεψέ με, κάρο μίο, σάπια θεμέλια εἶναι τὰ δάνεια· Εἶναι πέτρα ποῦ δένεις ς’ τὸ λαιμὸ καὶ σὲ πάγει φόντο, Παραιτήσου ἀπὸ τὸ δάνειο, ἄκουσέ με· μὲ ξένα φτερὰ μακρυὰ δέν πετᾷς.

—Ἰδὲ, ἀγαπητὲ συμβολαιογράφε, ἂν μ’ εὑρίσκῃς τὰ χίλια δίστηλα, ὑπέλαβεν ὁ Ῥοδίνης ὡς ἄνθρωπος ἔχων ἀνάγκην χρημάτων μᾶλλον ἢ συμβουλῶν· καὶ ἂν ὁ δανειστὴς [...........................] μισθόν μου, εἰπὲ ὅτι ἠμποροῦν νὰ τῷ δοθοῦν ὑποστατικὰ εἰς ἀσφάλειαν.

—Τὸ σπήτι σου εἰς τοὺς Κορυφοὺς; Μὴ δισπιάτζε, ὅμως οὔτε διακόσια δίστηλα δι’ αὐτὸ δὲν εὑρίσκεις.

—Ἄν οὔτε αὐτὸ δὲν ἀρκῇ, ἀπεκρίθη ὁ Ῥοδίνης, πρότεινε εἰς ἀσφάλειαν οἰκίας καὶ κήπους, καὶ ἀγροὺς καὶ σταφιδαμπέλους ἐδὼ εἰς Κεφαλληνίαν, κτήματα ν' ἀσφαλίσωσι δεκαπλασίαν ποσότητα.

Ὁ συμβολαιογράφος ἐστράφη πρὸς τὸν Ῥοδίνην μετ’ ἐκπλήξεως, ὡς ἂν τὸν ἐνόμιζε διὰ μιᾶς παραφρονήσαντα, καὶ τὸν κατεμέτρησε διὰ τῶν βλεμμάτων του ἀπὸ κεφαλῆς μέχρι ποδῶν. Ὁ δὲ Ῥοδίνης πλησιάσας τότε εἰς αὐτὸν, τῷ εἶπε ταπεινῇ τῇ φωνῇ·

—Ἠμπορῶ, Κύριε Τάπα, νὰ σ’ εἰπῶ μερικὰς λέξεις ἰδιαιτέρως.

—Βὰ μπὲν, ἀφεντάδες, εἶπεν ὁ συμβολαιογράφος, ἀποτεινόμενος πρὸς τοῦς λοιποὺς πελάτας του. Βὰ μπὲν, δούγκουε αὔριο ὁμιλοῦμεν διὰ ταῖς ὑπόθεσαις ἐκειαῖς. Ἄ ῥιβεδέρλι, ἀφεντάδες.

Καὶ διὰ τοῦ μειδιάματος καὶ διὰ τῆς χειρός ἐξήγησε σαφέστερον τὴν ἰδέαν του, ἥτις ἦτον

—Κατὰ τὸ παρὸν κάμετέ με τὴν χάριν ν’ ἀναχωρήσητε.

Οἱ πελάται ἐννόησαν τὴν ἰδέαν, καὶ μετὰ μίαν στιγμὴν εἰς τὸ γραφεῖον ἔμεινεν ὁ Ῥοδίνης μόνος μετὰ τοῦ συμβολαιογράφου.

—Δούγκουε ἔχουμε παλάτια καὶ καστέλια, κάρο ἀμίκο, εἴμαστε μιλλιονάριοι· καὶ δὲ μὲ λὲς, εἶπεν οὗτος μὲ βλέμμα ὀξὺ, ἀλλ’ ὑποκρινόμενος συγχρόνως ἔλλειψιν πάσης περιεργείας, πῶς ἔγινε τὸ μιράκολο τοῦτο; Καὶ ἂν εὑρῆκες πού ποτὲ παραχωμένο τεζόρο, τὶ τὰ θέλεις τὰ δάνεια, δὲν μ’ ἐξηγεῖς;

—Φίλτατε κύριε Τάπα, εἶπεν ὁ Ροδίνης, ὁ συμβολαιογράφος εἶναι σχεδὸν πνευματικός. Ἠμπορῶ νὰ σὲ εἰπῶ ὅ, τι δὲν ἦτον ἀνάγκη ν’ ἀκούσουν ὅλοι ἐκεῖνοι. Πρῶτον τὶ θέλω τὰ δάνεια εἶναι περιττὸν νὰ σοὶ τὸ εἰπῶ σήμερον· μετά τινας ἡμέρας ἴσως θὰ προσκληθῇς εἰς τελετὴν ἤτις θὰ σ’ ἐξηγήσῃ διατὶ εἶχον ἀνάγκην ἄφευκτον μετρητῶν.

—Ὤ ὤ! καπίσκω! πὲρ δίο. Σὲ γρατουλίρω, σιὸρ Ῥοδίνη· Ματριμόνιο μὲ μυρίζει ἐτουτ’ ἡ δουλεία, πὲρ μπάκο! Καὶ ’μποροῦμε νὰ μάθουμε...

—Θὰ τὸ μάθῃς, ἀγαπητὲ, ὅταν γίνῃ.

—Ἄ! κοσπέττο! ματριμόνιο σεκρέτο! Ἂς εἶναι δά! Καμμία χονδρὴ, φαρδομάνικη προῖκα, Αἴ; ἐτοῦτα εἶναι τ’ ἀμπέλια καὶ τὰ καστέλια. Μὰ, κάρο μὶ, δὲν ξέρεις πῶς ἡ προῖκα δὲν ἠμπορεῖ νὰ δοθῇ σιγουριτὰ ὑποτεκάλε;

—Τὸ ἠξεύρω, κύριε Τάπα, καὶ ἡ ἀσφάλεια τὴ ὁποίαν προτείνω δὲν εἶναι προικῴα. Πλησιάσας δέ εἰς τὸ οὗς τοῦ συμβολαιογράφου, καὶ περιβλεψάμενος, ὡς ἵνα βεβαιωθῇ ὅτι δὲν ἀκούεται,

—Ἡ ὑποθήκη τὴν ὁποίαν δίδω, εἶπεν, εἶναι ἡ περιουσία τοῦ κόμητος Ναννέτου· μὲ ἀφίνει γενικὸν κληρονόμον του. Αὐτὴ, ἐλπίζω, ἠμπορεῖ νὰ φανῇ ἀρκετὴ καὶ εἰς τοὺς δυσκολωτέρους.

—Κόμε, κόμε, κληρονόμον του, λέει; ἀνέκραξε ὁ συμβολαιογράφος, ἀναπηδήσας ἐπὶ τοῦ σκίμποδός του, ὡς ἂν ἐτινάσσετο ἀπὸ ἐλατήριον καταβιβάσας