Σελίδα:Manussos.djvu/171

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
 171 

Θὰ μὲ διαβάστε λέγω, καὶ θ’ ἀρχίσῃ
Τὸ πονηρὸ ψαλίδι νὰ μὲ παίρνῃ,
Κι’ ἕνας ἐδῶ τς ἰδέαις μου θὰ λειανίσῃ,
Κι’ ἄλλος ἐκεῖ, τὴν γλῶσσα θὰ μοῦ γδαίρνει·
Ποιὸς τὸ μέτρο μου θὰ κατηγορήσῃ,
Καὶ ποιὸς ἕνα κακὸ μ’ ἄλλο θὰ σπέρνῃ·
Κ’ οἱ Χαλδαῖοι θὰ πηδήσουν ’ς τὸ γελέκι,
Νὰ μὲ βαφτίσουν, ναὶ καὶ ναὶ, ζευζέκι.

Ὑπομονὴ!… εἶν’ ἡ τύχη καθενὸς ποῦ θέλει
Ἥσυχος νὰ μὴ κάθεται ’ς τὸ σπῆτί του,
Μὸν εἰς τὸν κόσμο νὰ γλυστρᾷ σὰ χέλι,
Δείχνωντας πόσο ἔχει μακρυὰ τὴ μύτη του·
Νὰ δεχθῆ τὸ φαρμάκι καὶ τὸ μέλι
Καὶ κἄπου κἄπου, ταὶς ξυλιαὶς ’ς τὴν χῄτη του…
Αὐτὰ ἔχει ὁ κόσμος, κι’ ὅποιος θὲ νὰ κλάψῃ,
Ἂς γένη Ἐκδότης,— ἤγουν ἂς συγγράψῃ.

Μιὰ Μοῦσα — θὰ σιωπήσω τὤνομά της —
Ἀδράζωντας κ’ ἐμένα ἀπ’ τὸ κοτσίδι,
Μὲ τόση ὁρμὴ μὲ τράβιξε σιμά της,
Ποῦ ξαφνισμένος ἔστριψα σὰ φίδι!
ᾈλλ’ ὅταν τὴν οὐράνια εἶδα ἀγκαλιά της
Εἶναι θαῦμα ἂν δὲν ἔγεινα ἕνα στρεῖδι!
Ἆρον, μ’ εἶπε, καὶ σὺ τὸν κράββατό σου,
Τράβα ’μπροστὰ, καὶ κάμε τὸ σταυρό σου.