Σελίδα:Manussos.djvu/122

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 122 

Ἄστρα ὁλόχρυσα, βοηθᾶτε,
Φεγγαράκι μου λαμπρὸ,
Πέστε, ἀδέλφια, ποῦ μὲ πᾶτε;...
Μὴ μ’ ἀφῆστε νὰ χαθῶ.

Ἄχ, βαστᾶτε αὐτὸ τὸ κῦμα
Ποῦ σηκόνεται ψηλὰ,
αὐτὸ, νὰ, θὰ γένῃ μνῆμα,
Τοῦ καϋμένου τοῦ ψαρᾶ...

Ποιὸς τὰ νειάτα σου θὰ κλάψῃ
Ποιὸς, ἀνίσως καὶ πνιγῇς;
Μαῦρα ῥοῦχα ποιὸς θὰ βάψῃ
Γιὰ τ’ ἐσένα;....ὠϊμὲ, κανείς!

Χάρου, κόσμε, τὰ καλά σου,
Πλούτη, δόξαις, ὠμορφιαίς·
Ὁ φτωχὸς ’ς τὴν ἀγκαλιά σου
Μετρᾷ μέραις θλιβεραίς....

Χάρου γῆ θεοπλασμένη
Γιὰ τὸν πλούσιο μοναχά....
Μία ψυχὴ βασανισμένη,
Φεύγει καὶ σὲ λησμονᾷ.