Σελίδα:Manussos.djvu/119

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 119 


Ο ΨΑΡΑΣ ΚΑΙ Η ΒΑΡΚΟΥΛΑ ΤΟΥ



Φύσα, φύσα, ζεφυράκι,
Μὲ φτερούγα δροσερή,
Φύσα, φύσα τὸ πανάκι
Τῆς βαρκούλας μου καὶ σύ.

Καθὼς σχίζουν τὰ κουπιά μου
Τ’ ἀσημόχυτα νερὰ,
Τρέχα, σὺ περιστερά μου,
’Σ τοῦ πελάου τὴν ἀγκαλιά....

Δὲν γυρεύω ἐγὼ ὁ καϋμένος
Ἀπ’ τὸν κόσμο θησαυροὺς,
Πλούσιος εἶμαι, εὐτυχισμένος
Νὰ ψαρεύω ’ς τοὺς γιαλούς.

Ἐρωμένη μου βαρκοῦλα,
Ποῦ μὲ παίρνεις ’ς τὰ νερὰ,
Μόλις ἔβγῃ ἡ γλυκειὰ αὐγοῦλα
Ὡς ποῦ χύνεται ἡ νυχτιά.