Ὁ Πλάστης τὸν καλοθωρεῖ
καὶ τὸν ῥωτᾷ μὲ ἱλαρή,
μὲ πατρικὴ φροντίδα:
“Ἁγι-Νικόλα, τὸ θωρῶ,
εἶσαι βρεμμένος στὸ νερὸ
’ως ’πάνω στὴν κουρίδα!
“Ἂν ἦν’ ἀλήθει’ αὐτὸ ποῦ ’πῶ—
στὴν Μοσχοβιὰ εἶχες σκοπὸ
ξανὰ νὰ ταξιδεύσῃς.
Κ’ ἐπήγαινες κολυμβητά,
γιατὶ δὲν ἤθελες λεπτὰ
γιὰ ναῦλο νὰ ’ξοδεύσῃς!
“Ὁρίστε; Τόσο φειδωλοὶ
δὲν ’βρίσκοντ’ Ἅγιοι πολλοί!...
Ἀλλ’ ὅμως, δὲν θυμόνω.
Θὰ οἱκονόμησες ξανὰ
γιὰ νὰ προικίσῃς ὀρφανά,
νὰ τὰ ’πανδρεύσῃς μόνο.”
Ἁγι-Νικόλας τουρτουρᾷ—
Σὰν ῥυάκια τρέχουν τὰ νερὰ
ἀπ’ τὸ χλωμὸ κορμί του!
Ὁ Πλάστης μιὰ τὸ βλέπ’ αὐτό,
καὶ μιὰ τηρᾷ τὸ κεντητὸ
τοῦ σαλονιοῦ χαλί του...