Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/306

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
294


“Μὰ σοῦ ἐπῆρεν ἀπ’ ἐκεῖ
γιὰ μιὰ μεγάλη Κυριακὴ
τὸν ἄπειρον αἰῶνα!
Ἐνῷ οἱ Ἅγιοι ’γδυτοί,
’ως καὶ στὴν ἴδια μας γιορτή,
δουλεύουμε γι’ Αὐτόνα!”

Πρὶν ἀποσώσῃ τὴν λαλιά,
ἀνοίγ’ ἡ θύρα μιὰ σταλιά,
καὶ βλέπ’ αὐτὸς κ’ οἱ ἄλλοι—
Δὲν ἐφαινότανε μορφή,
μὰ εἶδαν τ’ ἄσπρο τὸ σκουφί,
π’ ὁ Θεὸς τὴν νύχτα βάλλει.

Τοῦ Κόσμ’ Αὐτὸς τὴν μηχανή,
μὲ τὸ ποδάρι του κουνεῖ,
κι’ ἀλείφει μὲ τὸ χέρι·
Ἡ ’πουκαμίσα ποῦ φορεῖ
καὶ ἡ ’ματιά του μαρτυρεῖ
πῶς ’δούλευε νυχτέρι.

Ἅμα τὸ εἶδαν οἱ καλοί,
σὰν νᾆχαν ὅλοι μιὰ βουλή,
τὸ βλέμμα σκύβουν κάτω,
κι’ ἀρχίζουν μὲ πολλὴ βοή:
“Τὸν Κύριον πᾶσα πνοὴ
καὶ κτίσις αἰνεσάτω!”