“Μὰ σοῦ ἐπῆρεν ἀπ’ ἐκεῖ
γιὰ μιὰ μεγάλη Κυριακὴ
τὸν ἄπειρον αἰῶνα!
Ἐνῷ οἱ Ἅγιοι ’γδυτοί,
’ως καὶ στὴν ἴδια μας γιορτή,
δουλεύουμε γι’ Αὐτόνα!”
Πρὶν ἀποσώσῃ τὴν λαλιά,
ἀνοίγ’ ἡ θύρα μιὰ σταλιά,
καὶ βλέπ’ αὐτὸς κ’ οἱ ἄλλοι—
Δὲν ἐφαινότανε μορφή,
μὰ εἶδαν τ’ ἄσπρο τὸ σκουφί,
π’ ὁ Θεὸς τὴν νύχτα βάλλει.
Τοῦ Κόσμ’ Αὐτὸς τὴν μηχανή,
μὲ τὸ ποδάρι του κουνεῖ,
κι’ ἀλείφει μὲ τὸ χέρι·
Ἡ ’πουκαμίσα ποῦ φορεῖ
καὶ ἡ ’ματιά του μαρτυρεῖ
πῶς ’δούλευε νυχτέρι.
Ἅμα τὸ εἶδαν οἱ καλοί,
σὰν νᾆχαν ὅλοι μιὰ βουλή,
τὸ βλέμμα σκύβουν κάτω,
κι’ ἀρχίζουν μὲ πολλὴ βοή:
“Τὸν Κύριον πᾶσα πνοὴ
καὶ κτίσις αἰνεσάτω!”