Γι᾿ αὐτὸ τοῦ θλίβετ᾿ ἡ καρδιὰ
τὴν δίψα τους σὰν βλέπει:
εἶναι δικά του τὰ παιδιά,
νὰ τὰ ποτίσῃ πρέπει!
Ἀπὸ τὸν θρόνο του γυρνᾷ
καὶ κράζει μιὰ νεφέλη
καὶ τήνε στέλλει στὰ βουνά,
στἀ δάση τήνε στέλλει.
—Πᾶνε στ᾿ ἀπότιστα δενδρά,
στὰ δάση ποῦ διψοῦνε,
καὶ πότισέ μόυ τα φαιδρὰ
καὶ δῶσε τα νὰ πιοῦνε.—
Βγαίν᾿ ἡ νεφέλη καὶ περνᾷ
ἐπαν᾿ ἀπὸ τὴν Πλάση·
καὶ βρέχει μέσα στὰ βουνά,
καὶ βρέχει μέσ᾿ στὰ δάση.
Καὶ νοιώθ᾿ ἡ Γῆ χαρὰ κρυφή:
ὁ Γέρος τὴν ᾿θυμήθη!
καὶ ᾿βγάλλ᾿ ὅλ᾿ ἄνθη στὴν μορφή,
κι᾿ ὅλο καρποὺς στὰ στήθη.
Κι᾿ ἀπ᾿ τὴν χαρὰ τὴν τρυφερή,
κι᾿ ἀπὸ τὴν εὐθυμία,