Πῶς γελῶ μὲ τῶν ἀνθρώπων
τὰ περίεργα μυαλά,
ποῦ ζητοῦν μὲ κάθε τρόπον
νὰ μαντεύσουν καὶ καλά:
Ποιά νὰ μ’ ἔβαλε στὸ χέρι,
ποιά μ’ ἐμάγεψεν ἐδώ,
καὶ χειμὸ καὶ καλοκαῖρι
τὴν ἀγάπη τραγουδῶ.
Τέτοια ζήτηση, καϋμένοι,
περιττή ’ναι καὶ χαμένη.
Ποιός ζητᾷ, παρακαλῶ,
γιὰ νερὸ μέσ’ στὸν γιαλό!
Ποιός, τὸν ἥλι’ ὅταν κυττάζῃ,
γιὰ μι’ ἀχτῖνά του ’ξετάζει;
Μ’ ἀφοῦ θέτε, θὰ σᾶς ’πῶ
ποιάν ἀγάπην ἀγαπῶ: