Βάλε μιὰ πέτρα στὴν καρδιά,
καὶ σκέψου τὸ παιδί σου
στῆς Παναγιᾶς τὴν ἀγκαλιά,
στὸ φῶς τοῦ Παραδείσου!
Τὸ ’ξεύρω. Φοβερὴ πληγὴ
ὁ Χάρος σ’ ἔχει δώσει.
Δὲν εἶναι βότανο στὴν γῆ,
γιατρὸς νὰ τὴν ’μερώσῃ!
Μὰ εἶν’ ἡ λύπ’ ἐλαφρυά,
ὅταν τὴν ἔχουν κι’ ἄλλοι·
κι’ ὁ δυστυχὴς παρηγοριὰ
στὸν δυστυχῆ προβάλλει:
Στρέψε τὸ βλέμμα σου νὰ διῇ
τῆς γῆς τὸ κοιμητῆρι—
Πόσοι καὶ πόσαις ἔχουν πιῇ
τὸ ἴδιο τὸ ποτῆρι!
Ἀλήθεια αὐτὸ ποῦ ἔπιες σὺ
κάθ’ ἄλλο ὑπερβαίνει:
Ἦταν ἡ πίκρα περισσή,
μἆταν γραφτὸ νὰ γένῃ.
Βάλλε μιὰ πέτρα στὴν καρδιά,
καὶ σκέψου τὸ παιδί σου