Σελίδα:Χρυσαλλίς Αρ. 67.pdf/27

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
603
ΧΡΥΣΑΛΛΙΣ.


—Ἔχει καλῶς, καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν πύργον.

Αἱ δύο φίλαι ἐξηκολούθουν τὸν περίπατον.

Ἡ Αἰκατερίνη ἦτο ὠχρὰ ὡς θάνατος. Στραφεῖσα ἡ πριγκηπέσσα Δασκὼφ πρὸς τὴν Ἀρχιδούκισσαν εἶπε πρὸς ταύτην.

—Τῇ ἀλῃθείᾳ ἡ ὕβρις δὲν ἠδύνατο νὰ ᾖναι σοβαρωτέρα.

—Ἀληθέστατον.

—Ἀλλ’ ὅμως προσέθηκεν ἡ Αἰκατερίνη, μέλλεις νὰ ἴδῃς τί θὰ πράξω· ὡς γνωρίζεις δυσκόλως ὀργίζομαι, ἀλλ’ εἰς ἅπαξ ὀργισθεῖσα, πρόκειται περὶ ζωῆς καὶ θανάτου.

—Ἔστω! Οὕτω θ’ ἀποστομώσῃς καὶ τοὺς ἐχθρούς σου, οἵτινες σὲ ἐνόμιζον δειλὴν, ἢ μᾶλλον συνετὴν σὲ ἀπεκάλουν μετριάζοντες τὴν ἔκφρασιν.

—Καὶ συμφέρει νὰ ᾖναι τις συνετὸς, ἐὰν θέλῃ νὰ ἐπιτύχῃ. Ἡ ἐκδίκησις τόσον μᾶλλον εἶναι γλυκυτέρα καὶ ἀσφαλεστέρα, καθ’ ὅσον μάλιστα προμελετᾶται καὶ ἀναβάλλεται. Ἀλλὰ διανοηθῶμεν καὶ περὶ ἡμῶν. Ἄκουσον, ἐπιφορτίζεσαι ὅπως ἐγχειρίσῃς ἐπιστολὴν πρὸς ἐκεῖνον.

—Θὰ εἶναι τῆς ὑπηρεσίας, ἀπεκρίθη ἡ πριγκήπισσα.

—Πορεύσου εἰς τὸν στρατῶνα, ἐκεῖ εὑρήσκεις φίλους τινας τοῦ Γρηγορίου. Τούτους χαιρέτισον ἐξ ὀνόματος μου, εἶτα ὕπαγε εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Καζὰν καὶ δὸς ἐλεημοσύνας εἰς τοὺς πτωχούς. Ἰδοὺ λάβε, χρήματα.

—Πῶς, ἔχεις χρήματα, φίλη μου; προσέθηκεν ἡ πρηγκηπέσσα γελῶσα.

—Σιωπή! ἀντεῖπεν ἡ Αἰκατερίνη, παρατηροῦσα εἰς τὰ πέριξ, ὁ γάλλος πρέσβυς...

—Ἐννοῶ, λοιπὸν ἡ μικρὰ ἔκδοσις τοῦ Μολιέρου1 ἣν ἔλαβες χθές....

—Ἐμπεριεῖχε μεταξὺ τῶν φύλλων τραπεζικὰ γραμμάτια, ἀπεκρίθη ἡ Αἰκατερίνη. Ὁ Μαρκήσιος μοῦ ἔγραφεν ὅτι, ἐπειδὴ καὶ ἐγνώριζεν ὅτι ἐπεθύμουν ἔκδοσίν τινα μὲ σημειώσεις,[1] μοὶ ἔπεμπε μίαν, ἥτις ἤλπιζε νὰ μὲ εὐχαριστήσῃ. Σὲ βεβαιῶ δὲ φίλη μου ὅτι οὐδέποτε ἀνέγνωσα τὸν Μολιέρον μὲ τόσην εὐχαρίστησιν.

—Τὸ πιστεύω. Ἀλλ’ ἂς ἀποχωρισθῶμεν. Ὑπάγω νὰ ἐκτελέσω τὰς διαταγάς σου. Ὑγίαινε.

Βʹ.

Ἡ αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ εὑρίσκετο ἐντὸς μικροῦ δωματίου παραδεδομένη οὖσα εἰς μεγάλας ἀνησυχίας, καὶ ῥῖγος διήρχετο διὰ τῶν ὀστέων της, μ’ ὅλον τὸν καύσωνα τοῦ ἡλίου καὶ τοῦ καίοντος ἐν τῇ θερμάστρᾳ πυρός.

Ἡ δυστυχὴς Πουλχερία Ἰβάνοβνα, ἡ πρώτη θαλαμηπόλος της, δὲν ἤξευρε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι· τόσον συνεχεῖς καὶ ἀντιθετικαὶ ἦσαν αἱ προσταγαὶ τῆς κυριάρχου, ἥτις δὲν ἔπαυε τοῦ νὰ κρούῃ τὸν κωδωνίσκον.

Ἡ αὐτοκράτειρα ἐξηπλωμένη ἐπὶ ἀνακλίντρου, κατείχετο ὑπὸ μεγάλης ἀθυμίας. Πλησίον δ’ αὐτῆς, ἐπὶ τραπέζης, εὑρίσκετο κιβώτιον ἠνεῳγμένον, πλῆρες περιδεραίων καὶ κειμηλίων παντὸς εἴδους, ἅτινα αὕτη μηχανικῶς πως ἐλάμβανεν ἐνίοτε εἰς χεῖρας. Ὁ ἰατρὸς της, ἐκάθητο εἰς παρακείμενον τραπέζιον γράφων συνταγήν. Ἦτο δ’ οὗτος σοβαρός τις Γερμανός, ὑψηλὸς καὶ πολύσαρκος. Εἰς δὲ τὴν ἀπέναντι πλευρὰν τοῦ δωματίου, ἵστατο χωρικὸς Ῥῶσσος, ὅστις, διὰ τὴν ἐπιτηδειότητα, ἣν εἶχε τοῦ νὰ προξενῇ τὸν γέλωτα εἰς τὴν αὐτοκράτειραν πάντοτε, εἶχε λάβει τὸν βαθμὸν πρίγκηπος καὶ ναυάρχου.

Ὅτε δ’ οὗτος, ὀνόματι πρίγκηψ Νικήτας, εἶδε τὸ πρὸς αὐτὸν στραφὲν βλέμμα τῆς κυριάρχου του, προὐχώρησε πρὸς κάτοπρον, κείμενον ἀπέναντι τῆς αὐτοκρατείρας, καὶ τὰ νῶτα ἔχων ἐστραμμένα πρὸς αὐτὴν, ἐβάδιζεν ἀποτεινόμενος πρὸς τὴν ἐν τῷ κατόπτρῳ ἀντανακλωμένην εἰκόνα της.

—Τίνι τρόπω τόσον ὡραία κυρία εἰσῆλθεν ἐν τῷ θαλάμῳ τῆς κυριάρχου μου; Πιστεύεις ἆρά γε ὅτι οἱ ὡραῖοί σου ὀδόντες θέλουσι σὲ προστατεύσει, ἢ τὰ ῥοδόχροα χείλη σου, ἅτινα ἀξίζουσι φιλήματα;

Ἄπελθε, πάραυτα, ἀγαπητή μου· ἄλλως θὰ σὲ ἀποπέμψω ἐγὼ αὐτός.

Καὶ ταῦτα λέγων προὐχώρει, πλήττων τὸ κάτοπρον διὰ ῥινομάκτρου. Ἡ Ἐλισάβετ, γελάσασα διὰ ταύτην του τὴν ἀστειότητα, προσεῖπεν,

—Τί πράττεις Νικήτα, φίλε μου; θέλεις ν’ ἀποδιώξης τὴν αὐτοκράτειράν σου; Σοὶ ἐπιτρέπεται τοῦτο;

—Ἆ! τί γοητεία! ὑπέλαβεν ὁ πρίγκηψ. Ἤδη σὲ ἀναγνωρίζω ἀλλὰ τί ἔρχονται λέγοντές μοι ὅτι εἶσαι ἀσθενής; Μὰ τὴν γενειάδα τοῦ πατρός μου, ἐπεθύμουν μεγάλως νὰ γνωρίσω πῶς εἶναι αἱ ὡ-


  1. Ὁ συγγραφεὺς παίζει μὲ τὸ διφορούμενον τῆς λέξεως «con note,» ἥτις σημαίνει, σημειώσεις, ὡς ἐπίσης καὶ τραπεζικὰ γραμμάτια. Σ. Μ.