Σελίδα:Χρυσαλλίς Αρ. 67.pdf/20

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
596
ΧΡΥΣΑΛΛΙΣ.


—Ἄ! εἶπεν ὁ σὶρ Ἰάκωβος ἀκούσας τοὺς τελευταίους τούτους λόγους. Ἰδοὺ κατὰ πόσον ἀληθεύουσιν οἱ ἠθικολόγοι διαβεβαιοῦντες ὅτι τὸ ἀργύριον δὲν εἶναι μία τῶν ἀρετῶν! Ἐγὼ τοὐναντίον νομίζω ὅτι τόσῳ στενῶς συνδέεται μετ’ αὐτῶν, ὥστε πολλάκις εἶναι δύσκολον νὰ διαγνώσῃ τις ἂν πολὺ ἢ ὀλίγον συντείνῃ εἰς τὴν ὑπόληψιν τῶν ἀνθρώπων ἐν τῇ κοινωνίᾳ.

—Ὅπως ἂν ἔχῃ, ὑπέλαβον γελῶν, καλὸν εἶναι εἰς τὸν ἐπιθυμοῦντα ν’ ἀποκτήσῃ τὴν ὑπόληψιν τῶν ἄλλων, νὰ συνενώνῃ εἰς τὰς πολλάς του ἀρετὰς καὶ πολλὰ χρήματα.

—Πρὸ τοῦ 1855, ἐξηκολούθησε λέγων ὁ ὑπάλληλος τοῦ λιμεναρχείου, πρὶν δηλαδὴ ἡ δημαρχία τοῦ Νεοβοράκου μετατρέψῃ τὸ Πυργοφυλακεῖον εἰς ἀποβατήριον, χάριν τῶν μεταναστῶν, οἱ ταλαίπωροι Γερμανοὶ, πολυειδῶς καὶ πολυτρόπως ἐμαστίζοντο ὑπὸ τῶν κακοήθων ἀνθρώπων τῆς πόλεως· καὶ ἐπειδὴ οὐδὲ τὸν τόπον ἐγνώριζον οὐδὲ τὴν γλῶσσαν, ἐνεπαίζοντο καὶ ἐλῃστεύοντο ἐλεεινῶς· πολλάκις μάλιστα τοῖς ἔκλεπτον καὶ τὸν τελευταῖον αὐτῶν ὀβολὸν καὶ αὐτὰ τὰ ἐνδύματά των. Σήμερον ὅμως χάρις εἰς τὸ Πυργοφυλακεῖον, τὸ ὁποῖον δύναται νὰ περιλάβῃ δέκα χιλιάδας περίπου ἀνθρώπους, καὶ εἰς τὰς ὁδηγίας καὶ τὴν παρὰ τῆς κυβερνήσεως χορηγουμένην ὑποστήοιξιν, οἱ μετανάσται κερδίζουσιν ὅσα ἄλλοτε τοῖς διηρπάζοντο ὑπὸ τῶν ἀγυρτῶν. Σήμερον ὁ μετανάστης ἀπὸ τοῦ πλοίου τοῦ κομίσαντος αὐτὸν ἐξ Εὐρώπης μεταβαίνει κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὸ Πυργοφυλακεῖον, ὅπου δηλοποιεῖ τὴν ἡλικίαν, τὸ ἐπάγγελμα, τοὺς χρηματικοὺς πόρους του καὶ τὸ μέρος ἔνθα ἐπιθυμεῖ νὰ ἐγκατασταθῇ. Μέχρις οὗ δὲ ἀποσταλῆ εἰς τὸ προσδιορισθὲν μέρος, ὑποβάλλεται εἰς ἱατρικὴν ἐπίσκεψιν καὶ εἰς θερμολουσίαν.

—Ἡ τελευταία αὕτη διατύπωσις, ὑπέλαβον τότε, δὲν θὰ εἶναι βεβαίως πολλῆς δυσαρεσκείας πρόξενος εἰς τοὺς ἐντὸς τῶν πλοίων δίκην σαρδελλῶν ἐστιβασμένους μετανάστας.

—Ὄχι πάντοτε, ἀπεκρίθη ὁ Ἰρλανδός· ἐσχάτως μάλιστα ἐκίνησε τὴν ἰλαρότητα ὁλοκλήρου τῆς πόλεως ὁ τρόμος γραίας τινὸς γερμανίδος, ἥτις ἐνόμισεν ὅτι ἔφθασεν ἡ τελευταία αὐτῆς ὥρα ὅτε τὴν ἐβίασαν νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ ὑπὸ τοῦ κανονισμοῦ ἐπιβαλλόμενον λουτρόν. Ἡ ταλαίπωρος δὲν εἶχε, φαίνεται, ποτὲ λουσθῆ, διότι ἅμα τὴν διέταξαν νὰ ἐκδυθῇ ἤκουσε δὲ καὶ τὸν πάταγον τοῦ καταῤῥέοντος ὕδατος, ἐξέβαλε φοβερὰς κραυγὰς, ἐπικαλουμένη τὴν ἀντίληψιν ὅλων τῶν ἁγίων τοῦ παραδείσου καὶ πεσοῦσα κατὰ γῆς παρεκάλει τοὺς παρεστῶτας νὰ μὴ τὴν θανατώσωσι. Τὴν διεβεβαίωσαν ἐπανειλλημμένως ὅτι δὲν ἐπεβουλεύοντο τὴν ζωήν της, ἀλλὰ μόνον τὴν ἀκαθαρσίαν της· ὅλα ὅμως ἀπέβησαν ἐπὶ ματαίῳ καὶ ἐκείνη τρέμουσα, οὐδὲ κἂν ἤκουσε τοὺς λόγους των, ἑωσοῦ τελευταῖον ἐξῃτήσατο καὶ τὴν ἐπέμβασιν τοῦ προξένου της. Ἀλλ’ ἐννοεῖται οἴκοθεν ὅτι ὁ πρόξενος δὲν προσεκλήθη, ἡ δὲ γραῖα ἐβλήθη διὰ τῆς βίας ἐντὸς τοῦ φοβεροῦ λουτροῦ.

—Ἐπομένως εἶναι περιττὸν νὰ ἐρωτήσωμεν, εἶπεν ὁ σὶρ Ἰάκωβος, εἰς τὸν ὁποῖον ἡ ναυτία εἶχεν ἀποδώσει ἅπασαν τὴν χαρακτηρίζουσαν αὐτὸν εὐθυμίαν, ἐὰν ἡ γυνὴ αὕτη ἤξευρε νὰ κολυμβᾷ.

—Ἂς ἐπανέλθωμεν ἐν τούτοις εἰς τοὺς μετανάστας, εἶπεν ὁ ὑπάλληλος, οὗτοι διαμένουσι δύο ἡμέρας εἰς τὸ Πυργοφυλακεῖον διατρεφόμενοι δωρεὰν, μετὰ τὰς δύο ὅμως ἡμέρας εἶναι ὑπόχρεοι νὰ παραχωρήσωσι τὴν θέσιν των εἰς ἄλλους.

—Ἀλλ’ αὐτὸ τὸ ὁποῖον μοὶ λέγετε, εἶπον, ἀποδεικνύει ἀφιλοκέρδειαν πρωτοφανῆ, ὁποίαν εἶχον οἱ παλαιοὶ πατριάρχαι.

—Ὤ! οἱ σημερινοὶ πατριάρχαι, κύριε, δὲν ὁμοιάζουσι τοὺς παλαιοὺς, τῶν ὁποίων εἶναι μὲν ὀλιγώτερον ἀφελεῖς, πολλῷ δὲ φιλοκερδέστεροι. Καὶ διὰ νὰ κατανοήσητε ὁποία τις εἶναι ἡ παρὰ τῆς πόλεως τοῦ Νεοβοράκου χορηγουμένη φιλοξενεία, ἀνάγκη νὰ μάθητε πόσον εἶναι βαθεῖς εἰς τοὺς ὑπολογισμούς των οἱ Ἀμερικανοὶ οἱ δεινότεροι λογισταὶ τῆς οἰκουμένης, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ὀφθαλμοφανῶς θέλετε πληροφορηθῆ, ἅμα συναναστραφῆτε μετ’ αὐτῶν ἐπ’ ὀλίγας ἡμέρας.

—Καὶ ὁποῖος εἶναι ὁ περὶ μεταναστῶν ὑπολογισμός;

—Ἐσταθμίσθη ἡ ἀτομικὴ ἐργασία αὐτῶν καὶ εὑρέθη ὅτι ἕκαστος αὐτῶν ἀξίζει κατὰ μέσον ὅρον χίλια πεντακόσια δολλάρια.

—Τώρα ἐννοῶ, εἶπεν εἰρωνικῶς ὁ σὶρ Ἰάκωβος Κλίντων, τὸν φιλάνθρωπον σκοπὸν τοῦ Πυργοφυλακείου, τὸ ὁποῖον, ὡς ἐκ τῆς καταφανοῦς θέσεώς του, προβάλλεται ὡς γρίφος εἰς τοὺς νεήλυδας οἵτινες γινώσκουσιν ἐκ παραδόσεως ὅτι οἱ Αμερικανοὶ δὲν εἶναι τόσον ἅγιοι!

Ὁ σὶρ Ἰάκωβος ἔκρινεν, ὡς βλέπετε, τὸν ἀμερικανικὸν λαὸν, τὸν ὁποῖον εἰσέτι δὲν ἐγνώριζε, μετὰ τῆς ἐμφύτου ἐκείνης ἐχθρικῆς ἀντιπαθείας, τὴν ὁποίαν οἱ Ἄγγλοι διατρέφουσι κατὰ τῶν