Σελίδα:ΦΕΚ Α 133 - 07.08.2019.pdf/41

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
Τεύχος Α’ 133/07.08.20193263
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

4. H θητεία των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης ορίζεται πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί μόνο μία (1) φορά. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, δύο (2) από τα τέσσερα (4) μέλη κληρώνονται αμέσως μετά από τη λήψη της απόφασης επιλογής τους και διορίζονται για θητεία τριών (3) ετών, άλλα δύο (2) για θητεία πέντε (5) ετών. Στην κλήρωση αυτή δεν περιλαμβάνεται ο Πρόεδρος της Αρχής, που διορίζεται για θητεία πέντε (5) ετών. Αν ανανεωθεί η θητεία μέλους που σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο διορίστηκε για περιορισμένη θητεία, η ανανέωση χωρεί για πλήρη θητεία πέντε (5) ετών.

5. Η θητεία των μελών παρατείνεται αυτοδίκαια μέχρι τον διορισμό νέων. Ο χρόνος παράτασης της θητείας δεν μπορεί να υπερβεί σε κάθε περίπτωση τους έξι (6) μήνες. Η Αρχή μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί, εάν κάποια από τα μέλη της εκλείψουν ή αποχωρήσουν για οποιονδήποτε λόγο, εφόσον τα λοιπά τακτικά μέλη επαρκούν για τον σχηματισμό απαρτίας.

6. Τον Πρόεδρο της Αρχής, όταν κωλύεται, απουσιάζει ή ελλείπει, αναπληρώνει ένα (1) από τα υπόλοιπα τακτικά μέλη, που έχει ορισθεί προς τούτο με απόφαση του Προέδρου της Αρχής, που λαμβάνεται εντός τριών (3) μηνών από τον διορισμό του Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής.

7. α) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν.υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της ακεραιότητας, να υπηρετούν με συνέπεια τους σκοπούς της Αρχής και να ασκούν τις αρμοδιότητες που τους ανατίθενται από τον παρόντα νόμο και από την εκάστοτε κείμενη νομοθεσία, με γνώμονα την επίτευξη των στόχων και την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία και δράση της Αρχής. β) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, υποχρεούνται σε δήλωση και έλεγχο της περιουσιακής τους κατάστασης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας τους όσο και για δύο (2) έτη μετά από τη λήξη της θητείας τους και υπόκεινται σε κατά προτεραιότητα έλεγχο από τη Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες. γ) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Ιδιαίτερα οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συμμετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης εφόσον: αα) η ικανοποίηση προσωπικού συμφέροντός τους συνδέεται με την έκβαση της υπόθεσης, ή ββ) είναι σύζυγοι ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, κατ’ ευθεία μεν γραμμή απεριορίστως, εκ πλαγίου δε, έως και δευτέρου βαθμού, με κάποιον από τους ενδιαφερομένους, ή γγ) έχουν ιδιαίτερο δεσμό, ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους. Τα ανωτέρω πρόσωπα οφείλουν να υπογράψουν σύμφωνο εμπιστευτικότητας και δήλωση για τη μη ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων προτού αναλάβουν τα καθήκοντά τους. Όταν οποιοδήποτε θέμα που άπτεται των συμφερόντων του Προέδρου ή άλλου μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης τεθεί ενώπιον του Συμβουλίου Διοίκησης, το μέλος αυτό υποχρεούται να προβεί σε δήλωση σχετικά με τον λόγο που επιβάλλει την αποχή του κατά την έναρξη της συζήτησης, να μη συμμετάσχει στη συζήτηση και στη σχετική απόφαση και δεν προσμετράται για τον υπολογισμό απαρτίας. Σε περίπτωση κωλύματος συμμετοχής περισσότερων του ενός (1) μελών λόγω σύγκρουσης συμφερόντων, το Συμβούλιο Διοίκησης βρίσκεται σε απαρτία και αποφασίζει νόμιμα με τα λοιπά, μη κωλυόμενα, μέλη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45). Με τον Κανονισμό Λειτουργίας της Αρχής καθορίζονται ειδικότερες λεπτομέρειες σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου για τη σύγκρουση συμφερόντων του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης. Η παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου και των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού Λειτουργίας της Αρχής συνιστά σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα.

8. Κατά παρέκκλιση κάθε ισχύουσας διάταξης, οι κάθε είδους αποδοχές του Προέδρου, τακτικές ή πρόσθετες, για όλο το διάστημα της θητείας του, ορίζονται στο 60% των συνολικών αποδοχών και επιδομάτων, παροχών και αποζημιώσεων του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όπως αυτές ορίζονται στα άρθρα 32 και 33 του ν. 3205/2003 (Α΄ 297), όπως ισχύουν κάθε φορά. Οι αποδοχές και οι εν γένει πρόσθετες αμοιβές του Προέδρου της Αρχής είτε είναι ιδιώτης είτε δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός ή μισθωτός με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου σε φορέα του Δημόσιου Τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στο άρθρο 51 του ν. 1892/1990, εξαιρούνται από το ανώτατο όριο αποδοχών της παραγράφου 1 του άρθρου 28 του ν. 4354/2015 (Α΄176). Για τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου αποδοχών εφαρμόζεται αναλόγως η περίπτωση α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του ν. 4354/2015.

9. Οι αποδοχές των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης καθορίζονται στο ποσό των τριακοσίων πενήντα ευρώ (350,00 €) ανά συνεδρίαση και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να υπερβαίνουν ετησίως το σαράντα τοις εκατό (40%) των αποδοχών Γενικού Γραμματέα Υπουργείου. Για τον Πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης που καλούνται από το εξωτερικό, αναγνωρίζονται έξοδα κίνησης με κάθε μεταφορικό μέσο, ημερήσια αποζημίωση εξωτερικού και έξοδα διανυκτέρευσης εξωτερικού της περίπτωσης β΄ της κατηγορίας I της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Κεφαλαίου Α΄ της υποπαραγράφου Δ9 της παραγράφου Δ΄ του Μέρους Β΄ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α΄ 94). Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης εξαιρούνται του ανωτάτου ορίου ημερών εκτός έδρας του άρθρου 3 του Κεφαλαίου Α΄ της υποπαραγράφου Δ9 της παραγράφου Δ΄ του Μέρους Β΄ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015. Οι ανωτέρω.αποδοχές δύνανται να αναπροσαρμόζονται με σχετική Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται κατόπιν σχετικής εισήγησης του Προέδρου του Συμβουλίου Διοίκησης.

10. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης είναι πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, υψηλής επιστημονικής συγκρότησης και επαγγελματικής εμπειρίας σε τομείς που έχουν σχέση με τις αρμοδιότητες της Αρχής ή/