Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/90

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
88

«Ὁρίστε, τώρα μᾶς πετᾶ νερὸ κι ὁ Κωστάκης!» συλλογίστηκαν οἱ ἄλλοι τρεῖς.

Γδύθηκαν κι αὐτοὶ κι έπεσαν μέσα.

Τὸ φαράγγι ἀντιλαλοῦσε τὰ γέλια τους καὶ τὶς φωνές. Δυὸ κοτσύφια ποὺ εἶχαν τρομάξει στὴν ἀρχή, ξαναῆρθαν ἐκεῖ κοντὰ καὶ βρέχονταν. Τὰ πλατάνια ἔπλεκαν τοὺς κλώνους των ἀπὸ πάνω κι ἔκαναν πράσινα τόξα. Τὸ νερὸ ἦταν καθαρὸ σὰ διαμάντι· ἔβγαινε ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ βουνοῦ.

Ρούμελη, κρύα Ρούμελη!


«Καὶ τώρα πῶς θὰ στεγνώσωμε;» ρωτᾶ ὁ Κωστάκης, ἅμα βγῆκαν ἀπὸ τὸ νερό.

Σεντόνι βέβαια δὲν εἶχαν μαζί τους. Πῆγαν λοιπὸν σὲ κεῖνον ποὺ στεγνώνει καὶ ζεσταίνει τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς γυμνούς, στὸν ἥλιο.

Μὰ ἐνῶ ἔμεναν στὸν ἥλιο, σφούγγιζαν τὸ δέρμα τους δυνατὰ μὲ φύλλα ἀπὸ πλατάνι, ἀπὸ βαλανιδιὰ κι ἀπὸ σκῖνο. Ἔτσι στέγνωσαν καὶ ντύθηκαν.

Ὁ νοῦς τους δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸ λουτρό· δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ ξεχάσουν. Ἀλάφρωσανˑ τοὺς φαινόταν σὰ νὰ ἔγιναν κι αὐτὰ φύλλο, νερό, ἀέρας.

Τί καλὰ ἔκαμαν νὰ τολμήσουν! Μὰ σὲ ποιὸν τὸ χρωστοῦν; Στὸν Κοτσυφοπάνο.

«Ἐλᾶτε» εἶπαν, «ἐλᾶτε νὰ τὸν σηκώσωμε».

Τὸν ἐσήκωσαν ψηλὰ καὶ τοῦ φώναξαν: «ζήτω!»

Τὸ κυπρὶ τοῦ μουλαριοῦ ποὺ ἀκούστηκε πάρα πέρα, τοὺς θύμισε πὼς εἶναι ὥρα γιὰ τὸ μύλο.