Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/88

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
86

μύλου, ἐκεῖ ποὺ τινάζονται οἱ στάλες. Ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ ἔχει κάμει, καὶ δὲ λησμονεῖ αὐτὴ τὴ δροσιά.


Τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν τὸ ἑτοίμαζαν μὲ πληρωμὴ οἱ γυναῖκες τῶν λοτόμων. Τὸ σιτάρι ὅμως τὸ πήγαιναν μόνα τους γιὰ νὰ τὸ ἀλέσουν στὸ μύλο.

Ἔστειλαν καὶ πῆραν ἀπὸ τοὺς λοτόμους τὸ μουλάρι. Τὸ πρωὶ ξεκίνησε ὁ Πάνος, ὁ Καλογιάννης, ὁ Μαθιός, ὁ Κωστάκης κι ὁ Φάνης. Πέντε μυλωνάδες.

Ὅσο γιὰ τὸ δρόμο εἶχαν ρωτήσει ἀπὸ χτὲς καὶ ξέρουν ποῦ εἶναι· πῆραν τὰ σημάδια καλά. Ἔπειτα δὲν μπορεῖ νὰ γελαστοῦν, ἀφοῦ ἔχουν μαζί τους ἕνα πολύτιμο ὁδηγό, τὸ μουλάρι.

Αὐτὸ πηγαίνει μόνο του στὸ μύλο. Καταλαβαίνει σὰν ἄνθρωπος. Ξέρει τώρα γιὰ ποῦ κίνησαν τὰ παιδιά. Εἶναι τὸ ζῶο ποὺ πατᾶ στερεὰ στοὺς γκρεμούς. Βλέπει τὴ νύχτα, καὶ θυμᾶται ὅλους τοὺς δρόμους ποὺ πέρασε στὸ σκοτάδι.

Τί ὡραῖα ποὺ ἀντιλαλεῖ τὸ κυπρί του στὰ φαράγγια!


Εἶχαν ταξιδέψει κάπου μιὰ ὥρα.

«Ἀκοῦτε, παιδιά;» εἶπε ὁ Κωστάκης καὶ στάθηκε. Στάθηκαν κι οἱ ἄλλοι καὶ ἄκουαν. Ἐρχόταν μιὰ βοή.

«Νερό!» εἶπαν τὰ παιδιά.

Ὁ Κωστάκης στάθηκε πάλι, ἔβαλε τὸ αὐτί του, καὶ καθὼς ἄκουσε πολὺ νερὸ φώναξε χαρούμενος:

«Ἡ Ρούμελη!»

Σὰ ν’ ἀκούστηκε τ’ ὄνομα καλοῦ φίλου ποὺ ἔρχεται, ἔτρεχαν τὸν κατήφορο γιὰ νὰ τὴ δοῦν μιὰ ὥρα πρωτύτερα.

Ἦταν ἡ Ρούμελη. Περήφανη κατέβαινε καὶ βροντοῦσε τὰ νερά της.