Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/162

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
160

Κι οἱ συμπεθέροι πάλι τοῦ γαμπροῦ τραγούδησαν:

Ἔβγα, κυρὰ καὶ πεθερά,
γιὰ νὰ δεχτῆς τὴν πέρδικα,
γιὰ νὰ δεχτῆς τὴν πέρδικα
ποὺ περπατεῖ λεβέντικα.



Γιὰ ἰδέστε την, γιὰ ἰδέστε την,
ἥλιο, φεγγάρι πέστε την.
Γιὰ ἰδέστε τὴν πῶς περπατεῖ,
σὰν ἄγγελος μὲ τὸ σπαθί.



Αὐτοῦ ποὺ ζύγωσες νὰ μπῆς,
ἥλιος, φεγγάρι θὰ φανῆς.



Ἔβγα, κυρὰ καὶ πεθερά,
γιὰ νὰ τὴ βάλης στὸ κλουβί,
σὰν τὸ πουλὶ νὰ κελαηδῆ.


Τὸ πρωὶ φόρτωσαν τὰ προικιά.

Ἡ νύφη προχώρησε γιὰ ν’ ἀνεβῆ στὸ στολισμένο της ἄλογο. Τὰ μάγουλά της ρόδιζαν ὅπως οἱ ράχες ἀπὸ τὸν ἥλιο ποὺ πρόβαλε ἐκείνη τὴ στιγμή.

Ὅταν χαιρέτησε τὴ μητέρα της, τὸν ἀδερφό της, τοὺς δικούς της, ἔκλαιαν ὅλα τὰ γεροθανασαίικα. Τὰ δάκρυα ἔτρεχαν νερό. Νὰ τὰ δυὸ ποτάμια ποὺ εἶχε δεῖ ἡ Ἀφρόδω στ’ ὄνειρό της!

Ἡ Ἀφρόδω φίλησε τὸ Λάμπρο πολύ. Ἔπειτα φίλησε καὶ τὰ παιδιὰ σὰν τὸ Λάμπρο· φίλησε τὸ Φάνη καὶ τὸ Δῆμο στὰ δυὸ μάγουλα, φίλησε τὸν Ἀντρέα, τὸ Φουντούλη καὶ τὸν Κωστάκη.