Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/161

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
159

Ἕνας γέρος γέροντας,
κι οὐδέ τόσο γέροντας,
ἑκατὸν ἐννιὰ χρονῶν,
πότιζε τὸ γρίβα του.
Τὰ βουνὰ τριγύριζε
καὶ τὰ δέντρα κοίταζε.
«Σεῖς βουνά, ψηλὰ βουνά,
τώρα μὲ τὴν ἄνοιξη
δὲ μὲ ξανανιώνετε
μένα καὶ τὸ γρίβα μου,
ὅπως ξανανιώνονται
καὶ καινούρια γίνονται
τοῦτα τὰ χαμόδεντρα,
τὰ χιλιόχρονα κλαριά;
νὰ γινόμουν κι ἐγὼ νιός,
ὅπως ἤμουν μιὰ φορά;

Ὁ παπάς, καθὼς ἄκουε πὼς ὁ Γεροθανάσης ἤθελε νὰ ξανανιώση, τὸν κοίταζε καὶ χαμογελοῦσε.


Ὕστερα οἱ συμπεθέροι τῆς νύφης τραγούδησαν τοῦτο τὸ τραγούδι:

Πουλάκι κλαίει στὸν ποταμό,
κι ἐγὼ ἔτυχε καὶ διάβαιναˑ
ἐστάθηκα καὶ τὸ ρωτῶ:
«Τί ἔχεις καὶ κλαῖς πουλάκι μου;»
—«Ἐχτὲς ἤμουν στὴ μάνα μου,
κι ἀπόψε στὸ πεθερικό».