Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/155

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
153

γοπατώντας καὶ κρυφολέγοντας τοὺς ψαλμοὺς μέσα στὰ χείλη του.

Ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τράβηξε πέρα στὸ περιβόλι, βρῆκε τὴν ἄσπρη γίδα του δεμένη στὸ φράχτη, καὶ τῆς ἔδωσε νὰ φάη ἕνα δροσερὸ κλαράκι. Ἔπειτα πῆγε καὶ κλείστηκε στὸ κελί του.



73. Ἀπόδειπνο.

Τὸ βράδυ μετὰ τὸ φαγητὸ οἱ αὐλόπορτες τοῦ μοναστηριοῦ ἔκλεισαν μὲ βαριὰ σίδερα. Μὰ πάλι χτύπησε ἡ καμπάνα.

«Εἶναι ἄλλος ἑσπερινὸς αὐτὸς» εἶπε ὁ κὺρ Στέφανος στὰ παιδιά. «Εἶναι τὸ ἀπόδειπνο».

—«Δὲν τὸ ἔχομε στὶς δικές μας ἐκκλησιές» εἶπε ὁ Φάνης.

—«Στὸν κόσμο αὐτὰ δὲ γίνονται» εἶπε ὁ ἡγούμενος· «στὰ μοναστήρια ὅμως εἶναι ἀλλιῶς κανονισμένο. Ἐμεῖς οἱ καλόγεροι μιὰ δουλειὰ ἔχομε, τὴν προσευχή».

Πάλι οἱ καλόγεροι μπῆκαν στὴν ἐκκλησία, ὅλοι, ὡς κι ὁ πατερ-Ἰωσήφ.

Στὸ στασίδι ἕνας καλόγερος διάβαζε ψαλμοὺς ὥρα πολλή...

Ἡ ἐκκλησιὰ ἦταν κατασκότεινη. Ἄλλο φῶς δὲν εἶχαν μέσα παρὰ μόνο ἕνα κερί, ἐκεῖνο ποὺ κρατοῦσε ὁ καλόγερος γιὰ νὰ βλέπη στὸ βιβλίο.

Καθὼς διάβαζε, τὰ παιδιὰ ἔβλεπαν τὴν ὄψη του νὰ φέγγη ἀπὸ τὸ κερὶ μὲ κόκκινο καὶ ζωηρὸ φῶς, σὰ νὰ καίγεται.