Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/153

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
151

Καὶ διηγήθηκε σ’ αὐτὸν καὶ στοὺς καλογέρους ποὺ ἦρθαν ἐκεῖ, τὸ ταξίδι τῶν παιδιῶν στὸ βουνό. Οἱ καλόγεροι, ποὺ σπάνια βλέπουν ἀνθρώπους, ἄκουαν μὲ προσοχὴ τὶς ἱστορίες τῶν παιδιῶν, τὸ ἀνέβασμα στὸν Ἀραπόβραχο καὶ τὸ χάσιμο τοῦ Φάνη, σὰ ν’ ἄκουαν καλὸ παραμύθι.

«Νὰ ποὺ ἔγινες καὶ σὺ μιὰ φορὰ ἐρημίτης σὰν κι ἐμᾶς» εἶπε ὁ πάτερ Δανιὴλ τοῦ Φάνη. Καὶ τὸν ἐχάιδεψε.


Ὁ κελάρης ἔφερε τὸ δίσκο μὲ τὸ γλυκὸ καὶ μὲ τὸ κρύο νερό. Κι ὅταν ξεκουράστηκαν τὰ παιδιά, βγῆκαν νὰ ἰδοῦν τὸ μοναστήρι. Γύρισαν στὸ περιβόλι, ποὺ τὸ φυτεύουν καὶ τὸ σκαλίζουν οἱ καλόγεροι. Πῆγαν στὶς συκιὲς κι ἔκοψαν γλυκὰ σῦκα. Εἶδαν πάρα πέρα τὶς καρυδιὲς καὶ τὶς βελανιδιές, εἶδαν καὶ τὰ ὀρθὰ κυπαρίσσια, ποὺ στέκουν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια καὶ φυλάγουν τὸ μοναστήρι.



72. Ὁ ἑσπερινός.

Στὶς ἕξι τὸ δειλινὸ σήμανε ἡ καμπάνα.

Ὁ Φάνης μπῆκε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ στάθηκε σὲ μιὰ γωνιά, κοντὰ σὲ στῦλο.

Ἐκεῖ ἦρθαν ὕστερα καὶ τ’ ἄλλα παιδιά. Ὁ κὺρ Στέφανος ἀνέβηκε σ’ ἕνα στασίδι. Ἡ ἐκκλησία ἦταν σκοτεινὴ κι εἶχε μιὰ εὐωδιὰ σὰν ἀπὸ βάγια.

Ὁ Φάνης ἔβλεπε στοὺς τοίχους καὶ στὸ θόλο παλιὲς ζωγραφιὲς ἁγίων. Τὸ πρόσωπό τους ἦταν μαυρισμένο ἀπὸ τὴν πολυκαιρία, μὰ τὸ φωτοστέφανο ποὺ εἶχαν γύρω στὸ κεφάλι τους έλαμπε.

Πρῶτος μπῆκε μέσα ὁ πιὸ γέρος ἀπ’ ὅλους τοὺς καλογέ-