Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/149

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
147

συλλογίζεται νὰ μὴν ξαναμαζέψη πράματα ποὺ δὲ χρειάζονται.

«Καὶ σεῖς ποῦ κρυφτήκατε;» ρώτησε ὁ Μαθιός.

—«Μᾶς ἔπιασε ὅλους μαζὶ ἐδῶ μέσα» ἀπάντησαν. «Φράξαμε τὴν πόρτα μ’ ἕνα στρῶμα, καὶ τὸ κρατούσαμε ὥρα πολλὴ μὲ δύναμη. Ἡ καλύβα ὅμως δὲν ἔσταξε καθόλου, κι ἔτσι γλιτώσαμε...»

Οἱ λοτόμοι ὅταν ἔστηναν τὶς καλύβες, εἶχαν φροντίσει ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς μπόρες. Μιὰ καλύβα, τὴ μεγαλύτερη, τὴ σκέπασαν μὲ χράμι, ὑφασμένο ἀπὸ τραγίσιο μαλλί· αὐτὸ δὲν τὸ περνᾶ τίποτα.


Τὸ βράδυ, ἀπὸ ἕνα χωριάτη ποὺ πέρασε καὶ πήγαινε στὴν Πέτρα, ἔμαθαν πὼς ἡ θύελλα πιὸ κάτω ἔκαμε καταστροφή.

Πάει τὸ Πουρνάρι!

Μεγάλη νεροποντὴ ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὶς ράχες, ἔπνιξε τὰ καλαμπόκια, τὰ καπνὰ καὶ τὰ τριφύλλια του. Τὸ νερὸ ποὺ κατέβασε ὁ χείμαρρος ἔσπασε ἕνα γεφύρι κι ἀπὸ κεῖ ὥρμησε μέσα στὸ χωριό. Ἔπεσαν σπίτια στὸ Πουρνάρι, πνίγηκαν γίδια καὶ πρόβατα, ἀκόμη κι ἀγελάδες. Λένε πὼς τρεῖς Πουρναρῖτες, ἐκεῖ ποὺ πάλευαν νὰ γλιτώσουν τὰ σπίτια των, τοὺς πῆρε τὸ νερό.

Ἀκούοντας αὐτὴ τὴν καταστροφὴ τὰ παιδιὰ ἔμειναν ἀμίλητα καὶ λυπημένα. Ὁ χωριάτης ὅμως κούνησε τὸ κεφάλι του καὶ εἶπε γιὰ τοὺς Πουρναρῖτες:

«Ἀφοῦ δὲν ἄφησαν ρίζα ξερὴ στὶς ράχες, ποιὸς τοὺς ἔφταιξε; Οἱ ἴδιοι τόφεραν τὸ νερὸ ποὺ τοὺς ἔπνιξε».