Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/148

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
146


69. Ἡ θύελλα στὶς καλύβες τῶν παιδιῶν.

Πῶς πέρασε ὁ χαλασμός! Σὰ νὰ μὴν εἶχε γίνει τίποτα. Πάλι ὁ ἥλιος ἔλαμψε τὸ δειλινὸ κι ἀπὸ τὴ γῆ ἔβγαινε μιὰ εὐωδιά.

Τὰ παιδιὰ γυρίζουν πίσω, καὶ στὸ δρόμο μιλοῦν γιὰ τὴ θύελλα. Ἐκείνη τοὺς ἔρριχνε νερὸ ἀπὸ τὰ παράθυρα, κι αὐτὰ τὴν ἔβλεπαν ἀδιάφορα ἂν βρέχονταν κι ἂν κρύωναν.

Εἶναι βρεμένα τὰ φορέματά τους· μὰ τί εἶδαν! Μόνο γιὰ τὴ θύελλα ἄξιζε νὰ πᾶνε στὸ βουνό.

Τί νὰ γίνωνται οἱ καλύβες; Τί νὰ ἔγιναν τὰ παιδιὰ ποὺ ἄφησαν ἐκεῖ; Ὁ Κωστάκης, ὁ Γιῶργος, ὁ Σπύρος, ὁ Καλογιάννης, ὁ Φουντούλης; Πόσο τὰ συλλογίστηκαν, ὅταν ἔπεφτε ἡ μπόρα!

Κατεβαίνουν γρήγορα. Στὸ δρόμο κοιτάζουν τὴ γῆ. Μόλις ἦταν ὑγρή· εἶχε πιεῖ ὅλο τὸ νερὸ κι ἦταν διψασμένη.


Ἅμα ἀντίκρισαν τὶς κατοικίες τους, φώναξαν ἀμέσως γιὰ ν’ ἀκουστοῦν. Τὰ πέντε παιδιὰ ποὺ εἶχαν μείνει ἐκεῖ, βγῆκαν τὸ ἕνα ὕστερα ἀπὸ τ’ ἄλλο. Ἦταν σωστά, οἱ καλύβες ὅμως ὄχι.

Τρεῖς καλύβες ἦταν γκρεμισμένες καὶ σκόρπιες. Τὸ νερὸ συνεπῆρε τὰ κλαδιά τους μαζὶ μὲ πολλὰ πράματα ποὺ ἦταν μέσα.

Πῆρε μερικὰ σκεπάσματα, τὸ ράφι, δυὸ τενεκέδες καὶ δυὸ καρβέλια ψωμί. Τὸ κουτὶ τοῦ Σπύρου οὔτε ἡ θύελλα τὸ πῆρε.

Ὁ Σπύρος ὅμως τὸ πῆρε καὶ πέταξε μόνος του ὅλες τὶς σκουριὲς ποὺ εἶχε μέσα. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ βρῆκε τὴν πέτρα,