Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/147

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
145

Ἔσπρωχναν ἀπὸ μέσα τὰ παιδιὰ τὴν πόρτα, ἔσπρωχνε αὐτὴ ἀπέξω. Χρειάστηκε νὰ βάλουν ὅλα μαζὶ τὴ δύναμή τους γιὰ νὰ κλείσουν καὶ νὰ συρτώσουν.

Ἡ θύελλα τότε πῆγε ἀπὸ τὰ παράθυρα. Τὰ ἔσπασε καὶ τὰ δυό, τὰ πέταξε κάτω στὸ πάτωμα κι ἔχυνε μέσα σωροὺς νερό.


Ἀπὸ τὰ σπασμένα παράθυρα φάνηκε ἔξω χαλασμός. Νερὸ καὶ χαλάζι στριφογύριζε καὶ χόρευε. Ἦταν σὰ νὰ κυλοῦν βαρέλια γυάλινα. Ἔσπαζαν αὐτὰ καὶ κυλοῦσαν ἀπάνω τους ἄλλα, καὶ στὰ συντρίμματά τους ἄλλα.

Ἄκουες σὰν τρελὸ κρότο γυαλιῶν καὶ καρφιῶν.

Τὰ παιδιά, ποὺ τὰ κυνηγοῦσε τὸ νερὸ ἀπὸ τὰ παράθυρα, πήγαιναν στὶς γωνιὲς γιὰ νὰ φυλαχτοῦν. Μὰ ἤθελαν καὶ νὰ βλέπουν. Ἦταν γεμάτα φόβο καὶ θαυμασμό.

Ἀπέξω χτυποῦσαν δυνατὰ τὴν πόρτα πέντε λοτόμοι. Σὲ κάποιο φουντωτὸ δέντρο ἐκεῖ ἀπέξω εἶχαν κρυφτῆ καὶ γλίτωσαν. Τοὺς ἄνοιξαν καὶ μπῆκαν μέσα.


Ἡ θύελλα, ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ κεῖ, ἔτρεξε πέρα στὴν ἄλλη ἄκρη ἀπὸ τὰ Τρίκορφα. Ἔτρεχε μυριάδες μέτρα στὸ λεπτό.

Ἔκοψε δέντρα στὴ μέση σὰ σπαθί, ξερίζωσε ἄλλα· μεγάλοι κορμοὶ ἔπεσαν κάτω, ἄλλοι ἔμειναν ὀρθοί, χωρὶς κλαρὶ καὶ φύλλο.

Ἕνα μικρὸ πεῦκο, ποὺ τὸ ἔβλεπαν νὰ παλεύη μὲ τὴ θύελλα, τώρα τὸ βλέπουν πάλι ὀρθὸ καὶ λυγερό.

Σὲ λίγα λεπτὰ τῆς ὥρας ἡ θύελλα ἦταν μακριά. Μόλις φαινόταν πέρα σὰν ἀχνός.

Τότε ξανάγινε γαλήνη. Φύλλο δὲ σάλευε. Τὰ δέντρα στάθηκαν σὲ προσευχή.