Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/146

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
144


68. Ἡ θύελλα.

Ἀπέξω ἀπὸ τὸ μικρὸ σπίτι οἱ λοτόμοι εἶχαν στήσει ἐδῶ καὶ καιρὸ ἕνα πολὺ μεγάλο τραπέζι γιὰ νὰ τρῶνε.

Κανένα πλάνισμα καὶ κανένα στολίδι δὲν εἶχε. Ἦταν ὅλο ἀπὸ κλαδιὰ περιττά, καρφωμένα τὸ ἕνα κοντὰ στὸ ἄλλο. Μόνο ξύλα καὶ καρφιά.

«Οἱ λοτόμοι δὲν εἶναι μαραγκοί» εἶπε ὁ δασάρχης. «Καὶ ὅμως κοιτᾶτε, παιδιά, τί λεπτοκαμωμένο πρᾶμα ἔκαμαν ἀπὸ τὸ ἄχρηστο ξύλο».

Κάθισαν σ’ αὐτὸ τὸ τραπέζι, ὁ δασάρχης μὲ ὅλα τὰ παιδιά. Μαζί τους φώναξε νὰ καθίση κι ὁ πιὸ γέρος λοτόμος.


Ἐδῶ καὶ λίγη ὥρα εἶναι βαριὰ κουφόβραση. Ἔξαφνα συννέφιασε.

Τὴν ὥρα ποὺ εἶχαν τελειώσει τὸ φαγητό, τὰ παιδιὰ ἔνιωσαν στὸν ἀέρα μιὰ παράξενη μυρουδιά. Ἔρχεται θύελλα.

Γύρισαν καὶ κοίταξαν μακριά· τὰ πέρα βουνὰ εἶχαν χαθῆ.

Ὁμίχλη, σὰ χεροπιαστὸ μαλλί, εἶχε σταθῆ ἀνάμεσα τ’ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Ἡ θύελλα νόμιζες πὼς συλλογιζόταν ποῦ νὰ ὁρμήση.

Γιὰ μιὰ στιγμὴ τράβηξε κατὰ τὸν κάμπο, ἔπειτα ἄλλαξε δρόμο καὶ γύρισε πίσω κατὰ τὸ Χλωρό.

Τὰ δέντρα ἀνατρίχιασαν, ἔσκυψαν καὶ κάτι εἶπαν τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο.


Ἄστραψε. Πέντε χρυσὲς ὀχιὲς στριφογύρισαν, μὲ τὴν οὐρὰ στὴ γῆ καὶ τὴν κεφαλὴ στὸν οὐρανό.

Ὁ ἀέρας κρύωσε ἔξαφνα. Μεγάλο βουητὸ ἀκούστηκε. Ὥσπου νὰ τρέξουν μέσα στὸ σπίτι, ἡ θύελλα ἔφτασε, κι ἤθελε νὰ μπῆ.