Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/140

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
138

»Γιὰ νὰ μᾶς δώση ὅμως τὸ δέντρο ὅσα μᾶς χαρίζει, πρέπει νὰ ζῆ μὲ χιλιάδες ἄλλα δέντρα. Γιατὶ ὅπως οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ τὰ δέντρα ζοῦνε πολλὰ μαζὶ στοὺς τόπους ποὺ θέλουν αὐτά, καὶ βοηθοῦν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο.

»Ἑνωμένα πολεμοῦν τὸ βαρὺ χειμῶνα καὶ τὸ καυτερὸ καλοκαίρι. Ἑνωμένα μεγαλώνουν, κάνουν μεγάλους κορμοὺς καὶ πετοῦν δυνατὰ κλαριά.

»Ἔτσι γίνεται στὰ ὕψη τῶν βουνῶν μιὰ μεγάλη πολιτεία, ποὺ τὴ λέμε δάσος. Αὐτὴ ἐδῶ!»



65. Στὸ νεροπρίονο.

Τὴν ὥρα ποὺ ὁ δασάρχης ἔλεγε αὐτά, εἶχαν μπῆ μέσα στὸ δάσος. Πρῶτα πέρασαν ὥρα πολλὴ μέσα ἀπὸ πεῦκα· ὕστερα ἀφοῦ προχώρησαν πιὸ ψηλά, μπῆκαν στὰ λυγερὰ καὶ τὰ ἴσια ἔλατα.

«Ἀκόμη ψηλότερα ἀπὸ δῶ, εἶπε ὁ δασάρχης, εἶναι ἕνα δάσος ἀπὸ ὀξυές· μὰ τώρα θὰ μείνωμε ἐδῶ στὸ πριόνι. Φτάσαμε».


Τὸ νεροπρίονο δούλευε ὅπως ἕνας μύλος. Τὸ νερὸ ἔπεφτε ἀπὸ ἕνα κανάλι, καὶ μὲ τὴν ὁρμή του κινοῦσε ἕνα μεγάλο ὀρθὸ πριόνι. Ὅλους τοὺς κορμούς, ποὺ ἔκοβαν οἱ λοτόμοι στὸ δάσος, τοὺς ἔφερναν ἐκεῖ. Τὸ πριόνι τοὺς ἔσκιζε κι ἔφτιαναν ἀπ’ αὐτοὺς τὴν ξυλεία· σανίδες, πάτερα, μαδέρια.

Πόση ξυλεία ἦταν ἐκεῖ! Τὴν εἶχαν στοιβαγμένη σὲ μεγάλους σωρούς· πάντα τὸ πριόνι ἔκοβε καὶ πάντα κουβαλοῦσαν.