Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/127

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
125

Καὶ ὅμως κατώρθωσε νὰ τοὺς ξεφύγη. Σὲ μιὰ στιγμὴ μάζεψε ὅλη του τὴ δύναμη καὶ τινάχτηκε μακριά.

Ὥρμησαν οἱ σκύλοι ἀπὸ κοντά, τὸν ἅρπαξε ὁ ἕνας, μὰ πάλι ὁ λύκος ἔμεινε μοναχός του, καὶ χάθηκε.

Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη οἱ σκύλοι τὸν κυνηγοῦν. Ὁ Πιστὸς ἔπεσε στὸ δρόμο· οἱ ἄλλοι δυὸ τρέχουν κοντὰ στὸ λύκο. Τὸν ἴδιο δὲν τὸν βλέπουν, ἀκοῦν ὅμως τὸ περπάτημά του ἢ νιώθουν τὴ μυρουδιά του. Τὸν πηγαίνουν ἀπὸ ράχη σὲ ράχη.

Ὅλη ἐκείνη τὴ νύχτα τὸν κυνηγοῦσαν οἱ σκύλοι, οἱ τουφεκιές, οἱ φωνὲς τῶν τσοπάνηδων.

Καὶ τόση ἦταν ἡ ταραχή, ποὺ τὰ παιδιὰ ἔχασαν τὸν ὕπνο τους. Εἶχαν καταλάβει πὼς ἐκεῖ κοντὰ ἦρθε τὸ πιὸ μεγάλο ἀγρίμι ποὺ εἶναι στὸ δάσος. Τέσσερα πέντε παιδιά βγῆκαν κι ἄναψαν ἀπέξω ἀπὸ τὶς καλύβες μιὰ μεγάλη φωτιά, μὲ προσοχὴ νὰ μὴν πεταχτῆ καμιὰ σπίθα στὰ δέντρα. Ἔχουν ἀκούσει πὼς ὁ λύκος φοβᾶται τὴ φωτιά. Ἔπειτα ὅμως τοὺς ἔφυγε κάθε φόβος μὲ τὸ ἀδιάκοπο γάβγισμα ποὺ ἄκουαν. Αὐτὸ ἔδειχνε πὼς ὑπάρχουν σκύλοι πιστοὶ καὶ δυνατοί, ποὺ κυνηγοῦν τὸν ἐχθρό.


Τὰ χαράματα μπόρεσε ὁ λύκος νὰ σταθῆ μέσα στὰ ἔλατα. Ἦταν κουρασμένος κι ἀγκομαχοῦσε. Ἦταν πληγωμένος καὶ νηστικός.

Ἄλλα ὠνειρεύτηκε κι ἄλλα βρῆκε. Ὡστόσο, ἐπειδὴ δὲν πρέπει σὲ λύκο νὰ παραπονιέται, ἔγλειψε τὶς πληγές του καὶ τράβηξε νὰ βρῆ καλύτερη τύχη.