Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/125

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
123

πῆ πὼς κάτι σοβαρὸ τρέχει. Ἂς πᾶμε, μὴν ἔρθουν τίποτα σκάγια».

Ἀπάνω σ’ ἕνα ψηλὸ κλῶνο κάθισε ἀκίνητη, καὶ μαζεύτηκε ἔτσι ποὺ νὰ φαίνεται ἕνα μὲ τὸ κλαδί.


Ὁ λύκος ὅλα αὐτὰ τὰ καταλάβαινε. Ὁ ἀέρας τοῦ ἔφερνε τὴ μυρουδιὰ τῶν ἀγριμιῶν ποὺ ἔφευγαν. Εἶδε καὶ τὰ χνάρια μερικῶν, καὶ κούνησε τὸ κεφάλι του.

«Ἔννοια σας, εἶπε, καὶ δὲ βγῆκα γιὰ σᾶς. Πάω γιὰ καλὸ τραπέζι. Γιὰ ἕνα λύκο ποὺ βλέπει στὸν ὕπνο του τρεῖς χιλιάδες πρόβατα, δὲν ἀξίζετε τίποτα»· καὶ προχώρησε.

Ἡ πείνα του μεγάλωσε. Ἡ δίψα του γιὰ αἷμα ἀκόμη περισσότερο. Ἀκόνιζε τὰ δόντια του· ἔκοβαν σὰν τὸ καλύτερο μαχαίρι· ἦταν ἕτοιμος.

Μέσα στ’ ἄσπρα πρόβατα ἄρχισε νὰ ὀνειρεύεται τώρα κι ἕνα μαῦρο στὴ μέση. Ἕνα μὲ χαϊμαλί. Μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ λάγιο ἀρνί. Ἔτσι, σὲ κάποιο πρόβατο χαϊδεμένο ἀπὸ τὸν τσέλιγκα ἤθελε νὰ πέση.


Ἀφοῦ περπάτησε πενήντα χιλιόμετρα, ἔφτασε στὰ Τρίκορφα. Σταμάτησε εὐχαριστημένος. Ἄκουσε τὰ κουδούνια ἀπὸ τὰ κοπάδια τοῦ Γεροθανάση: «Μπράβο Θύμιο» εἶπε, γιατὶ τὰ γνώρισε τίνος εἶναι.

Στὴν καλύτερη ὅμως στιγμή, τὴ στιγμὴ ποὺ ἑτοιμάστηκε νὰ χιμήξη, ἔξαφνα εἶδε δυὸ ξαδέρφους του μπροστά· τὸ Μοῦργο καὶ τὸν Πιστό. Οἱ δυὸ αὐτοὶ μαντρόσκυλοι τοῦ Γεροθανάση πήδησαν ἀπάνω του· μιὰ τουφεκιὰ ἀκούστηκε, δεύτερη, τρίτη.

Φώναξαν οἱ τσοπάνηδες, τὸ κοπάδι ἀναταράχτηκε, σκύλοι γάβγιζαν μακριά, ἡ ταραχὴ ἁπλώθηκε ἀπὸ ράχη σὲ ράχη.