Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/124

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
122

Πέρασε βουνὰ καὶ βουνά. Δάση ἀπὸ ἔλατα κι ἀπὸ πεῦκα, ἀπὸ καστανιὲς κι ἀπὸ ὀξυές.

Περπάτησε τὰ φαράγγια καὶ τὶς ράχες. Τράκ, τράκ, τράκ! τὸ πάτημά του χτυποῦσε δυνατά, σὰ νὰ ἦταν πεταλωμένος.

Τ’ ἀγρίμια, ποὺ τὸ γνωρίζουν αὐτὸ τὸ περπάτημα, ἔτρεξαν στὴν τρύπα τους. Πρώτη ἡ ἀλεπού, καθὼς ἦταν ξαπλωμένη σὲ μιὰ πέτρα, ἔτρεξε καὶ χώθηκε στὸν τρίτο διάδρομο τῆς φωλιᾶς της.

«Γιὰ νὰ φεύγη ἡ ἀλεπού, εἶπε ὁ ἀσβός, κάποια μεγάλη δουλειὰ τρέχει»· καὶ μπῆκε σὲ μιὰ ξένη τρύπα ποὺ τὴ βρῆκε ἄδεια.

«Γιὰ νὰ φεύγει ὁ ἀσβός, εἶπε τὸ κουνάβι, δὲν εἴμαστε καλά. Κάποιος καλὸς κυνηγὸς θὰ βγῆκε ἐδῶ κάτω. Ἂς καθίσω, νὰ μὴν πάη τὸ τομάρι μου στὴν ἀγορά».

Μπῆκε μέσα στὸν κορμὸ ἑνὸς δέντρου ἑκατὸ χρονῶν. Ἐκεῖ ἦταν τὸ πατρικό του. Ἐκεῖ μέσα ἡ μάνα των τοὺς εἶχε δώσει τὸ καλὸ γουναρικὸ ποὺ φοροῦν αὐτὸ καὶ τ’ ἀδέρφια του.

«Δρόμο, δρόμο!» εἶπε ὁ σκαντζόχοιρος καὶ χάθηκε. Ἀπὸ τὸν πολὺ τὸ φόβο του δὲν πρόφτασε οὔτε νὰ τιναχτῆ· μέσα στ’ ἀγκάθια του ἔσερνε πολλὰ ξερὰ φρύγανα.

Μόνο ἡ νυφίτσα δὲν τρύπωσε ἀκόμη. Ἔτρεχε στὰ κλαριὰ μιᾶς θεόρατης καστανιᾶς σὰ νὰ ρωτοῦσε: «τί εἶναι; τί τρέχει;»

Δὲν μπορεῖ ἡ νυφίτσα νὰ ζήση, ἂν δὲ μάθη ὅλα τὰ νέα. Κοίταξε παντοῦ μὲ τὶς γυαλιστερὲς χαντρίτσες τῶν ματιῶν της, μὰ κανεὶς δὲ βγῆκε νὰ τῆς πῆ τίποτα. Κι ἡ πιὸ φλύαρη νυφίτσα εἶχε κρυφτεῖ.

«Γιὰ νὰ κρυφτοῦν ὅλες οι γειτόνισσες, συλλογίστηκε, θὰ