Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/123

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
121

»Ἀπ’ ὅσα ἔχει μέσα στὸ κουτί, κανένα δὲν τοῦ εἶναι χρήσιμο».

Ὁ Κωστάκης, σκυμμένος μ' ἕνα σφυρί, προσπαθοῦσε νὰ καρφώση τὸ παπούτσι του μὲ τὶς πέντε πρόκες τοῦ Σπύρου. Μόλις τὸ κάρφωσε καὶ τὸ φόρεσε, κλάπ, ἄνοιξε κι ἔχασκε ὅπως πρῶτα. Οἱ πρόκες τοῦ Σπύρου ἦταν ἄχρηστες.

Ὁ Κωστάκης ἦταν πιὰ μ' ἕνα πόδι! Τότε πέντε παιδιά, τέσσερα κι ὁ Γκέκας πέντε, πῆραν τὸ παπούτσι τοῦ Κωστάκη καὶ τράβηξαν γιὰ τὸ Μικρὸ χωριό. Τὸ βράδυ τὸ ἔφεραν διωρθωμένο.

Μαζὶ μὲ τὸ παπούτσι ἔφεραν κι ἕνα νέο. Εἶπαν πὼς τὰ δόντια τοῦ μπαλωματὴ ἀπὸ τρία ἔγιναν δύο.



58. Ὁ λύκος.

Ἀπὸ κάποιο μακρινὸ βουνὸ ξεκίνησε ὁ λύκος.

Ὅταν πείνασε πολὺ συλλογίστηκε:

«Σ’ ἕνα λύκο σὰν καὶ μένα, δὲν πάει νὰ κυνηγᾶ τὴν ἀλεπού. Πόσο θὰ ζήσω ἀκόμα; Ἕνα χρόνο, δύο; Πρέπει νὰ καθίσω τραπέζι σὲ μεγάλα τσελιγκάτα».

Νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, ὁ λύκος μας εἶναι λίγο ἡλικιωμένος· φέτος ἔκλεισε τὰ δεκατρία· γέρασε. Ἄλλαξε τὸ μαλλί του, μὰ τὴ γνώμη του καὶ τὴν κεφαλή του δὲν τὴν ἄλλαξε. Πάντα στὰ καλὰ κοπάδια εἶναι ὁ νοῦς του.

Χτὲς τὸ βράδυ εἶδε στὸν ὕπνο του πὼς ἔπεσε μέσα σὲ τρεῖς χιλιάδες ἄσπρα πρόβατα. Ἀπὸ τότε δὲν μπόρεσε νὰ κοιμηθῆ. Ξεκίνησε καὶ πάει νὰ τὰ βρῆ.