Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/118

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
116

Ἀπὸ κεῖ ψωνίζει ὁ Γεροθανάσης.


«Ἄκου, ἄκου!» εἶπε ὁ Δημητράκης κι ὁ Γιῶργος μαζί.

Κι ἄκουαν ὅλοι τὰ κουδούνια. Ἀπὸ τὸ χτύπο τῶν κουδουνιῶν καταλαβαίνουν πὼς περπατοῦν τὰ πρόβατα, πὼς τινάζουν τὸ κεφάλι γιὰ νὰ κόψουν τὸ χορταράκι, πὼς πᾶνε λίγα βήματα καὶ στέκουν· πὼς βόσκουν, ὅλο βόσκουν.

Τραγουδοῦσαν τὰ βαθιὰ κουδούνια, τραγουδοῦσαν καὶ τὰ ψηλά, ὅπως τοὺς εἶχε πεῖ ὁ κουδουνάς. Κι ἄκουαν τὰ βουνά...


Ἔτσι τὰ ἔφτιασε τὰ κουδούνια ὁ Μαστροθύμιος. Κάθε ἕνα μὲ τὴ φωνή του.

Μέρες πολλές, ἑβδομάδες δούλευε στὸ ἐργαστήρι του γι’ αὐτὰ τὰ κουδούνια. Τὰ ἔβαζε μέσα στὸ καμίνι του, ὥσπου νὰ γίνουν κόκκινα σὰν κάρβουνα· τὰ σφυροκοποῦσε στὸ ἀμόνι, πάλι τὰ ἔκαιγε, πάλι τὰ δούλευε μὲ τὸ σφυρί.

«Ὄχι, ὄχι, ἀκόμη δὲν τραγούδησες» ἔλεγε. Κι ὅλο τὰ χτυποῦσε, ὥσπου τὰ ἔφτιανε ὅπως ἤθελε.

«Ἐσὺ θάχης τὴ φωνή σου καὶ σὺ τὴ φωνούλα σου. Ἐσὺ θὰ τραγουδῆς σὰν κοῦκος, ἐσὺ σὰ σταλαματιὲς νερό. Κι ὅλα μαζὶ θὰ λέτε τὸ τραγούδι ποὺ ξέρω ἐγώ».

Ὅποιος πέρασε ἀπὸ τὰ Σάλωνα εἶδε τὸ Θύμιο σκυμμένο στὸ ἐργαστήρι του. Τίμησε τὴν τέχνη του· κανένας δὲν τὸν πέρασε στὴ μαστοριά.

Ἔχει πολλοὺς καλφάδες. Στέλνει κουδούνια στὸν Παρνασσό, στὸ Βελούχι, στὸν Ὄλυμπο. Ποιὸς βιολιντζὴς μπορεῖ νὰ μετρηθῆ μὲ τὸ Μαστροθύμιο ποὺ κάνει καὶ τραγουδοῦν οἱ ράχες;