Ἄχαρή μου χαρά, φτωχοί μου στίχοι,
Τῆς ζωῆς μου ἀκριβό, κρυφὸ καμάρι,
Ἀπὸ καθάριο βγαίνετε ζυμάρι
Κ’ εἴσαστε γεννημένοι ὄχι ὅπως τύχη.
Δὲν κελαηδᾶτε ἀνούσιοι κι’ ἄσκοπ’ ἦχοι
Σὰν τραγούδια ελαφρόμυαλου ἐρωτάρη,
Μὰ κι’ οὔτε παραιτᾶτε τὸ συρτάρι
Νὰ βρῆτε ἀγοραστὴ τόσο τὸν πῆχυ.
Γιατ’ εἴσαστε ψυχοῦλες καὶ κορμάκια
Τῶν πόθων καὶ τῶν πόνων μου, ποῦ πλήθια
Πικρὰ μ’ ἐσυχνοπότισαν φαρμάκια·
Εἴδωλά εἰναι οἱ χαρές, καϋμὸς ἡ ἀλήθεια,
Καὶ ἀλήθεια εἶν’ ἡ ζωή! Μὰ τί μὲ μέλει·
Θωρῶ ἐσᾶς κι’ ὁ καημὸς γένεται μέλι.
ΣΕΠΤ. 97
Κρύο κρούσταλλο νερὸ τὰ ἡλιοφρυμένα
Χείλια θὰ ὁγράνῃ· εὐγενικιὰ ἀνθρωπότη
Θὰ τοὺς φιλέψῃ πλούσιο φαγοπότι·
Κορμιὰ ἀπὸ τὴν πλήθια χάρη ἀλαφρημένα,
Ἀγάλματα θεϊκὰ ζωντανεμένα
Θ’ ἀγναντέψουν στὴ Νίμπρο· ἐκεῖ τὴν πρώτη
Τῆς λεφτεριὰς ἀστραφτερὴ λαμπρότη
Τὰ στήθια θὰ χαροῦν τὰ πονεμένα.
Καὶ τὸ περνοῦν οἱ βλάμηδες λεβέντες
Τ’ ἀτέλειωτο φαράγγι ὅλο χαλίκι
Μονοσκοῖνι μὲ γέλοια καὶ κουβέντες.
Μὰ ἔχουν ποδάρια καὶ καρδιὲς τσελίκι·
Μὰ τοὺς θεριεύβει ἡ ἐλπίδα τοῦ θανάτου
Μὲ τ’ ἀγιασμένα δαφνοστέφανά του.
ΚΡΗΤΗ ΑΥΓ. 96, ΚΕΡΚ ΟΚΤ. 98