Κρουσταλλένιο, διάφανο, γεμάτο
Ἀπ’ ἄδολο κρασὶ ποῦ πορφυρίζει,
Μὲ κούνημα θερμό, μ’ αἴστημα ἀκράτο
Ἕνα φτωχὸ ποτῆρι σ’ ἀντικρύζει,
Σὲ λαχταράει, σὲ γγίζει· μὰ τ’ ἀφράτο
Πιοτὸ σὰν αἷμα χύνεται, σκορπίζει,
Καὶ τὸ ποτῆρι μένει ἄδειο ὣς τὸν πάτο
Γιατὶ τὸ σκούντημά σου τὸ τσακίζει.
Μὰ σὺ στέκεις ἀτάραχη καὶ κρύα,
Ἀργυρόκουπα, πλούσια ἱστορισμένη,
Μὲ τὴν περήφανή σου θεωρία.
Εἶσαι νὰ σ’ ἀγαποῦν συνηθισμένη·
Στὴν πικρὴ τῆς ζωῆς χαροκοπία
Δὲ δείχνεις μὲ τί σ’ ἔχουν γεμισμένη.
ΝΟΕΜΒ. 96
Τοῦ Ὑπερανθρώπου, μὲ τὰ δῶρα τ’ Ἄρη,
Ἡ ἐλπίδα στὴν καρδιά μας φλόγα ἀνάβει.
Ἄχ! ὣς ποῦ σάρκα ὁ πόθος μας νά λάβῃ,
Τὸ ἰδρὺ θὰ γέρνῃ ὀμπρὸς στὸ μανιτάρι.
Καὶ σένα, ἀντρείας σύμβολο, σκουτάρι
Τῆς Λευτεριᾶς σ’ ἐγκρέμισαν οἱ σκλάβοι
Κ’ οἱ ἀδύνατοι, σ’ ἐφάγαν οἱ ἐργολάβοι,
Σὰν τὰ σκουλούκια τὸ νεκρὸ λιοντάρι.
Πάει τὸ θεριό, ποῦ μ’ ἀσκωμένο νύχι
Γῆς κι’ οὐρανὸ φοβέριζε, καὶ οἱ τοῖχοι
Πᾶν, ποῦ μπαροῦτι κι’ αἷμα εἶχε τους βάψουν.
Νὰ μποροῦσαν νὰ ζήσουν τοῦτοι οἱ στίχοι
Ὅσο ἐσὺ θἆχε ζήσῃς, νὰ σὲ κλάψουν
Καὶ κείνους ποὺ σ’ ἐχάλασαν νὰ κάψουν.
ΣΕΠΤ. 96