«Ἀρχόντισσα Ροδίτισσα, πῶς μπῆκες;
Γυναῖκες διώχνει μιὰ συνήθεια ἀρχαία
Ἐδῶθε.» «Ἔχω ἕνα ἀνίψι, τὸν Εὐκλέα,
Τρία ἀδέρφια, γιό, πατέρα, Ὀλυμπιονίκες·
Νὰ μὲ ἀφήσετε πρέπει, Ἑλλανοδίκες,
Καὶ ἐγὼ νὰ καμαρώσω μὲς τὰ ὡραῖα
Κορμιά, ποῦ γιὰ τὸ ἀγρίλι τοῦ Ἡρακλέα
Παλαίβουν, θιαμαστὲς ψυχὲς ἀντρίκειες.
Μὲ τὲς ἄλλες γυναῖκες δὲν εἶμ’ ὅμοια·
Στὸν αἰῶνα τὸ σόϊ μου θὰ φαντάζει
Μὲ τῆς ἀντρειᾶς τ’ ἀμάραντα προνόμια·
Μὲ μάλαμα γραμμένο τὸ δοξάζει
Σὲ ἀστραφτερὸ κατεβατὸ μαρμάρου
Ὕμνος χρυσός, τοῦ ἀθάνατου Πινδάρου.»
ΝΟΕΜΒΡ. 96
Ἡ θάλασσα ἐσπαρτάρησε ὣς τὸν πάτο
Κι’ ἄφρισε σὰν ἐδέχτηκε στὸν κρύο
Κόρφο ἀκόμα ὁλοζώντανο τὸ θεῖο
Σπόρο, ἀπ’ τὸν οὐρανὸ σταγμένον κάτω.
Τότες βγῆκε ἀπ’ τὸ πέλαγο τ’ ἀφράτο,
Τέρας τῆς ὀμορφάδας καὶ σημεῖο,
Τ’ ἅγιο τῆς Ἀφροδίτης μεγαλεῖο,
Γλύκες ἐρωτικὲς ὅλο γιομάτο.
Μὰ τὸ δρεπάνι, ποὖχε αὐτοῦ σκορπίσῃ
Τοῦ θεοῦ τ’ ἀμελέτητα, καὶ κεῖνο
Μὲς τὸ γιαλὸ μελλότουν νὰ καρπίσῃ.
Κ’ ἔτσι, Ἀφροδίτη τῶν νησιῶν, μὲ κρῖνο
Καὶ ρόδο πλουμιστή, γιομάτη γλύκες,
Κέρκυρα, ἀπ’ τοῦ Οὐρανοῦ τὸ αἷμα ἐβγῆκες.
ΟΧΤ. 96