Ἄλλου γυναῖκα ἐκεῖ νὰ ἐπιθυμήσῃ,
πλὴν τ’ ἄπιστο κεφάλι της ἐκείνη
Σιμὰ στὸν καλὸν ἄνδρα θ’ ἀκουμβήσῃ.
Στὸν ὕπνον ὅμως δείχνει θερμασμένη
Τὴ σφίγγει στὴν καρδιά του κοιμημένη,
Γροικῶντας κάθε λέξη της κομμένη·
Κι’ ἀκούει — τί σαστίζει κι’ ὅλος φρίκη
Σὰ νἄκουε τ’ Ἀρχαγγέλου τὴ φωνή;
Καὶ πῶς νὰ μὴ σαστίσῃ; Καταδίκη
Δὲ θὲ νὰ τοῦ βροντᾷ πλιὸ τρομερὴ
’Σ τὸ μνῆμα ὅταν γιὰ πάντα θὰ ξυπνήσῃ
Τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ γιὰ ν’ ἀντικρύσῃ.
Πῶς νὰ μὴ φρίξῃ; Τὴ γλυκειά του εἰρήνη
Ἡ μιλιὰ τοῦ κατάστρεψεν ἐκείνη.
Ἕνα μουρμουρητὸ ἀποκοιμισμένο,
Τὄνομ’ αὐτὸ σιγὰ ψιθυρισμένο,
Τῆς γυναικὸς τὸ κρῖμα φανερόνει
Καὶ μ’ ἐντροπὴ τὸν Ἄζο κηλιδόνει.
Καὶ τίνος τὄνομα εἶναι ποῦ βογγάει
Εἰς τὸ προσκέφαλό του φοβερό,
Καθὼς τὸ κῦμα ποῦ στὴν ἄκρη σπάει
Πετῶντας τὸ σανίδι ’ς τὸ σκληρὸ
Βράχο καὶ τὸν πνιμμένον κομματιάζει
Τὸν δύστυχο ποῦ πέφτει καὶ βουλιάζει,
Γιὰ νὰ μὴν ἀνεβῇ στὸν κόσμο πλιά;
Παρόμοια στὴν ψυχὴ τοὖλθ’ ἡ κτυπιά.
Τίνος τ’ ὄνομ’ αὐτό; Τ’ Οὕγου; Ἐκεινοῦ;
Ἀλήθεια! αὐτὸ δὲν τοὖχ’ ἐλθεῖ στὸ νοῦ!
Τοῦ Οὕγου, τοῦ παιδιοῦ μιᾶς π’ ἀγαποῦσε,
Τοῦ δικοῦ του παιδιοῦ ποῦ ἦταν κακὸς
Τῆς διεστραμμένης νειότης του καρπός,
Ὅταν τὴ Λεύκω ὁ Ἄζος ἀπατοῦσε,
Τὴν κόρη ποῦ ’ς τὴν τρέλλα της πιστεύθη
Αὐτὸν ποῦ ἀπέκει δὲν τὴν ἐπαντρεύθη.
Τὸ μαχαῖρι ἀπ’ τὴ θήκη πάει νὰ βγάλῃ,
Ἀλλὰ πρὶν ὅλο βγῇ τὸ κρύβει πάλι.
Ἄν καὶ τῆς ἄξιζε, ὅμως δὲν τολμάει
Μορφὴ νὰ σφάξῃ τόσο ἀγγελική,
Κἄν ὄχι ἐνῷ γελᾷ στὸν ὕπνο – ἐκεῖ,
Ὄχι, δὲν εἰμπορεῖ. Δὲν τὴν ξυπνάει!