Καὶ τί τοὺς μέλει τώρα ὁ κόσμος ὅλος
Μὲ τὸν καιρὸν ὁποῦ τὰ πάντα ἀλλάζει;
Ὅσα ἐκεῖ ζοῦν — ἡ γῆ κι’ ὁ οὐρανὸς θόλος —
Σὰν τίποτα ὅλα ὁ νοῦς τὰ λογιάζει.
Καθὼς νεκροὶ νὰ ἦσαν δὲν προσέχουν
’Σ ὅ,τι κάτω, ψηλά, γύρω τους ἔχουν,
Πῶς ὅλα τἄλλα ἐπέρασαν θαρροῦν,
Πῶς ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο μόνοι ζοῦν.
Στενάζουν μὲ βαθειὰ γλυκάδα τόση
Ποῦ ἂν δὲν ἔπαυε ἐκείνη ἡ εὐτυχισμένη
Τρέλλα, στάχτ’ ᾑ καρδιαῖς ἤθελαν γένῃ
Ὅσαις παρόμοια φλόγα ἔχει πυρώσῃ.
Φαντάζονται οὐδὲ κἂν κρῖμα ἢ κινδύνους
’Σ τοῦ τρυφεροῦ τῶν ὄνειρων τὴ ζάλη;
Ποιὸς ποτέ του ἐσταμάτησε ἀπ’ ἐκείνους
Ὅσοι ἀγροικῆσαν μέσα τὴν μεγάλη
Tοῦ πάθους τούτου ὁρμή; ποιὸς ἐφοβήθη
Πιὰν τέτοιαν ὥρα; ἢ ποιὸς ἀνανοήθη
Πόσο λίγο βαστοῦν τέτοιες στιγμές;
Ἀλλ’ ὅμως νὰ ποῦ πέρασαν κι’ αὐταῖς!
Κι’ ὁ καθείς μας ξυπνᾷ προτοῦ γνωρίσῃ
Π’ ὄνειρο τέτοιο πλιὰ δὲ θὰ γυρίσῃ.
Μὲ ματιαῖς φεύγουν κεῖθε ἀργὰ ριγμέναις,
Ποῦ ἀπόλαυσαν χαραῖς κριματισμέναις,
Κ’ ἐλπίζουν, πλῆν λυποῦνται, ὡσὰν στερνὸς
Γι’ αὐτοὺς ἐκεῖνος νὰ ἦταν χωρισμός.
Οἱ πλήθιοι στεναγμοί, τὸ σφιχτοἀγκάλιασμα
Καὶ τῶν φιλιῶν τὸ ἀτέλειωτο ἀναγάλλιασμα
Ἐνῷ φέγγει ὁ οὐρανὸς εἰς τὴ θωριά της,
Ὁποῦ, ὡς φοβᾶται, δὲν τὴ συχωράει,
Ὡς νἄβλεπε τὸ μέγα ἁμάρτημά της
Κάθ’ ἄστρο γαληνὸ ποῦ τοὺς τηράει —
Τ’ ἀγκάλιασμα κ’ οἱ πλήθιοι στεναγμοὶ
Δεμένους τοὺς κρατοῦν ἀκόμη ἐκεῖ.
Ἀλλ’ ἔφθασε ἡ συιγμὴ νὰ χωρισθοῦν,
Μὲ βαρειὰ τὴν καρδιὰ καὶ τρομασμένοι,
Ἀπ’ ταῖς ἀνατριχίλαις παγωμένοι
ὁποῦ γοργὰ τὸ κρῖμ’ ἀκολουθοῦν.
Καὶ ὁ Οὗγος πάει στὴν ἔρημή του κλίνη.