Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/177

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


Μέσα εἰς τῆς γῆς τὸ παγωμένο στῆθος
Ξεφυτρόνει φυτῶν πρόσχαρο πλῆθος,
Καὶ ’ς τὸ βασίλειο τῶν χρωμάτων βγαίνει.
Κ’ ἐκεῖ ποῦ πρὸς τὸν οὐρανὸν σπουδάζει
Ὁ κορμός, νύχτα ἡ ρίζ’ ἀναζητεῖ
Καὶ γι’ αὐτὰ τὴν φροντίδα ὅμοια μοιράζει
Μὲ τὸν αἰθέρα ἡ Στύγα ἡ σκοτεινή.

10

Τὸ ἐπάνω τῶν φυτῶν ὣς στοὺς ἀνθρώπους,
Τὸ κάτω ’ς τῶν νεκρῶν φθάνει τοὺς τόπους,
Ἀγγελιοφόροι μου ἀκριβοὶ θὰ γένουν
Κι’ ἀπ’ τὸν ᾍδη ὡς φωναῖς γλυκαῖς θὰ βγαίνουν.
Ἄν καὶ τὴν κόρη αὐτὸς κρατεῖ κλεισμένη
Μὲς στὸ φριχτὸ φαράγγ’ εἰς κάθε νέο
Βλαστάρι τῆς ἀνοίξεως μοῦ κρένει
Ἐλεύθερα τὸ στόμα της τ’ ὡραῖο,
Πῶς ἐκεῖ πέρα, ὅπου τὸ φῶς δὲν πάει,
Ὅθε περνοῦν περίλυπαις σκιαῖς,
Τὸ στῆθι ἀκόμ’ ἀπ’ ἀγάπη κτυπάει
Καὶ τρυφερὰ φλογίζοντ’ ᾑ καρδιαῖς.

11

Ἄνθη, σᾶς χαιρετῶ, πὤχει γεννήσῃ
Ἡ γῆ ξανανειωμένη, ἂς πλημμυρίσῃ
Τοῦ νέκταρος ὁ αἰθέρας ὁ δροσάτος
Τὸν κόρφο σας γλυκὸς καὶ μυρωδάτος.
Μέσα εἰς ἀχτίδες θὲ νὰ σᾶς βουτήσω
Καὶ μὲ τὸ φῶς τῆς Ἴριδος τὰ νέα
Φύλλα σας, ἄνθη ἐγὼ θὰ ζωγραφίσω
Σὰν τῆς Ἠῶς τὸ πρόσωπον ὡραῖα.
Τὴν πίκρα μου καθὼς καὶ τὴν χαρά μου
Ἂς βλέπῃ κάθε τρυφερὴ ψυχὴ
’Σ τὰ φύλλα τὰ ξερὰ ποῦ πέφτουν χάμου,
’Σ τῆς ἄνοιξις τὴν λάμψι τὴν φαιδρή.


 Στρ. 10, στίχ. 7. Βλασταράκι τῆς ἄνοιξις μοῦ κρένει.
 ΣΗΜ. ΤΟΥ ΕΚΔ. Τὸ ποίημα τοῦτο, καθὼς καὶ τὸ σονέτο «’Στὴ Δημοτικὴ» ἦταν προωρισμένα νὰ τυπωθοῦν στὸ περιοδικὸ «Ἐθνικὴ γλῶσσα», ποὺ ἡ ἔκδοσή του δὲν ἐπραγματοποιήθηκε στὰ 1884.

163