Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/176

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


Ἔστρεψε αὐτὸς ἀπὸ τὰ μαῦρα βάθη·
Τὴν πῆρε ἠ νύκτα δὲν τὴν δίνει πάλι.
Κ’ ἡ κόρη μου γιὰ πάντα, ὠϊμένα! Ἐχάθη,
Ὥς που τὸ μελανὸ φρικτὸ ποτάμι
Μὲ φλόγα τῆς Αὐγῆς νὰ φλογισθῇ,
Κ’ ἡ Ἴριδα τ’ ὡραῖο της νὰ κάμῃ,
Τόξο ’ς τὴν μέση τ’ ᾍδη νὰ φανῇ.

7

Δὲν μ’ ἀπομένει τίποτε δικό της;
Οὔτε γλυκὸ σημάδι νὰ ἐνθυμάῃ
Π’ ὅσο μακρὰν κι’ ἂν εἶναι μ’ ἀγαπάει;
Οὔτε χνάρι ἀπ’ τὸ χέρι τ’ ἀκριβό της;
Δεσμὸς κανεὶς ἀγάπης τὴν μητέρα
Δὲν σφιχτοπλέκει μὲ τὴν θυγατέρα;
Δὲν εἶναι συμφωνίαις ποῦ νὰ δένουν
Αὐτοὺς ποῦ ζοῦν μ’ ἐκείνους ποῦ πεθαίνουν;
Ὄχι, τέλεια δὲν μὤφυγεν ἐκείνη!
Δὲν ἔχουμ,’ ὄχι, τέλεια χωρίσθῇ!
Νὰ μιλοῦμε μιὰ γλῶσσα μᾶς ἀφίνει
Τῶν ἀθανάτων ἡ ψηλὴ βουλή.

8

Τῆς ἄνοιξις τὰ τέκνα σὰν πεθαίνουν,
Κι’ ἀπ’ τοῦ βοριᾶ τὸ κρύο παγωμένα
Χλωμὰ φύλλα καὶ λούλουδ’ ἀπομένουν
Καὶ γυμνὰ τὰ χαμόκλαδα, θλιμμένα,
Τότε ἀπ’ τὸ πλοῦτος τοῦ Βερτούμνου παίρνω
Τῆς ζωῆς τὴν μεγάλην ἀφθονία:
Σταριοῦ χρυσᾶ σπυριὰ καὶ γιὰ θυσία
’Σ τὴν ὁλόμαυρη Στύγα τὰ προσφέρνω.
Μέσα εἰς τὴν γῆ τὰ σπέρνω πονεμένη
Ἐπάνω στὴν καρδιὰ τοῦ κορασιοῦ,
Γλῶσσα νὰ γένουν ποῦ εἰς αὐτὴν θὰ κρένῃ
Ἀγάπης λόγια, λόγια τοῦ καϋμοῦ.

9

Τὴν ἄνοιξιν ᾑ Ὥραις ματαφέρνουν
Μὲ τὸν εὐφραντικὸ χορὸ ποῦ σέρνουν,
Τὰ νεκρὰ τότ’ ὁ Ἥλιος ἀναστήνει
Μὲ τὴν ζωὴν ὁποῦ ἡ ματιά του χύνει.
Ἀπὸ σπόρους ποῦ ἐφαίνονταν χαμένοι


 Στρ. 7, στίχ. 6. Σφικτὰ δὲν πλέκει μὲ τὴ θυγατέρα;

162