Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/175

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


Δὲν εἰμπορεῖ στὸ μαῦρο αὐτὸ σκοτάδι,
Κι’ ἀφ’ ὅτου τρέχει τῆς Στυγὸς τὸ ρέμα
Ζωντανὸς δὲν τὸ πέρασε. ’Σ τὸ ᾍδη
Κάτω βγάζουν χιλιάδες μονοπάτια,
Κανένα ἐπάνω στὸ ἡμερήσιο φῶς·
Δὲν φέρνει ’ς τὰ πικρὰ τῆς μάννας μάτια
Τὰ δάκρυα κανεὶς τῆς θυγατρός.

4

Μάνναις θνηταῖς ποῦ ἀπὸ τῆς Πύρρας βγαίνουν
Τὴν γενεὰ τὸ τέκνο τους ἂν χάσουν,
Ἀπ’ ταῖς φλόγαις τοῦ τάφου νὰ διαβαίνουν
Μποροῦν, καὶ πέρα ἐκεῖ νὰ τ’ ἀγκαλιάσουν.
’Σ τὴν μαύρη χώρα μόνοι δὲν ζυγόνουν
Ὅσοι στοῦ Δία κατοικοῦν τὰ αἰθέρια
Δώματ’ αὐτοὺς μονάχα δὲν πληγόνουν,
Μοίραις, ποτὲ τὰ φοβερά σας χέρια.
Κ’ ἐμένα ’ς τὴν βαθειὰ νύκτα γκρεμίστε
Ἀπ’ τοὐρανοῦ τὸ δῶμα τὸ χρυσό,
Τὰ δικαιώματά μου λησμονῆστε,
Αὐτὰ κάνουν τῆς μάννας τὸν καϋμό!

5

Θὰ κατέβαινα ἐκεῖ ποῦ πικραμένη
Σιμὰ ’ς τὸν φρικτὸν ἄνδρα της καθίζει,
Μὲ σιγαναῖς σκιαῖς ἀνταμωμένη,
Στὴν δέσποινα σιγὰ ’θελα βαδίζῃ.
Ὠϊμέ! τὸ χρυσὸ φῶς μάταια ζητάει
Ὁ δακρυοθολωμένος ὀφθαλμός της,
Γιὰ ναὔρῃ σφαίραις μακρυναῖς τηράει
Καὶ τὴν μάννα δὲν βλέπει ὁποῦ ’ν’ ἐμπρός της·
Ὥς που ἀπὸ τὴ χαρά της τὴν διακρίνει,
Κι’ ἀγκαλιὰ σμίγει μ’ ἀγκαλιὰ γλυκά,
Τόσο ποῦ συμπονῶντας δάκρυα χύνει
Κ’ ἡ μαύρη τ’ ἀγρίου Πλούτωνα θωριά.

6

Μάταιος πόθος! παράπονα χαμένα!
Τὸν ἥσυχο του δρόμο δὲν θ’ ἀλλάξῃ
Τῆς ἡμέρας τὸ στέρεον ἁμάξι.
Αἰώνια εἶναι ὅσα ’χει ὁ Ζεὺς γραμμένα!
Μακρὰν τὸ εὐτυχισμένο του κεφάλι


 Στρ. 4, στίχ, 11. Τῆς θεᾶς τὰ προνόμια λησμονῆστε.

161