[ SCHILLER
Ἡ ἄνοιξη γυρνᾷ χαριτωμένη;
Ξανάνειωσεν ἡ γῆ; νά! Πρασινίζουν
Οἱ λόφοι ἀπὸ τὸν ἥλιο ζεσταμένοι
Καὶ τὴ φλοῦδα τοῦ πάγου ὁλοῦθε σχίζουν.
Στῶν ποταμῶν τὸν γαλανὸ καθρέφτη
Τ’ ἀγνέφιαστου Διὸς τὸ γέλοιο πέφτει·
Σιγώτερα τ’ ἀέρι φτερουγίζει
Καὶ κάθε νέο βλαστάρι ἰδὲς ἀνθίζει.
Ξυπνοῦν ’ς τὸ δάσος τῶν πουλιῶν τραγούδια,
Καὶ ἡ Ὁρεάδα μοῦ μιλεῖ σκληρά:
Γυρίζουν τὰ δικά σου τὰ λουλούδια,
Ἡ θυγατέρα σου ὅμως δὲν γυρνᾷ.
Πόσος καιρός, ἄχ! Εἶναι ποῦ διαβαίνω
Τὴν γῆ καὶ πόσον ἔχω την γυρέψῃ!
Τὸ χνάρι της νὰ βρῇ τὸ ἀγαπημένο,
Ἥλιε, τὴν κάθε ἀχτίδα σου ἔχω πέψῃ.
Ἀλλὰ καμιὰ ’ς ἐμένα δὲν γυρίζει,
Τί κάνει ἡ ἀκριβὴ κόρη νὰ μοῦ μάθῃ,
Κ’ ἡ μέρα ποῦ τὰ πάντα ξεχωρίζει
Δὲν εὕρηκε τὸ τέκνο μου ποῦ ἐχάθη.
Μήπως ἐσὺ τὴν ἅρπαξες, ὦ Δία;
Μὴν ἐρωτεύθ’ εἰς τόσην εὐμορφιὰ
Ὁ Πλούτων καὶ τὴν ἔσυρε μὲ βία
Εἰς τὴν μαύρη τοῦ ᾍδη ποταμιά;
Ποιὸς εἴδηση τῆς λύπης μου θὰ πάῃ
ἐκεῖ ’ς τὴν σκοτεινὴν ὀχθηὰ νὰ φέρῃ;
Πάντ’ ἀπ’ τὴν γῆν ἡ βάρκα ξεκινάει,
ἀλλὰ μέσα της ἴσκιους μόνον ’παίρει.
Ἐπουράνιος κανεὶς νὰ ρίξῃ βλέμμα
Στρ. 1, στίχ, 1-4. | Γεμάτη χάρες ἡ ἄνοιξη γυρνάει; |