Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/143

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


σκουτὶ μονάχα ἀπάνου της ἐγλύκανε, κ’ ἐκίνα’
αὐτὴ κι’ αὐτὸς μ’ ἕνα σκουτὶ ντυμένοι, κι’ ἀπ’ τὴν πεῖνα
λυωμένοι κι’ ἀπ’ τὴ δίψα τους, ὥς ποὔβραν ἕνα χάνι,
καὶ μὲς σ’ αὐτὸ τῶ Νισχιαντχῶν ὁ ἄρχος ἅμα φτάνει, 10
ὁ ρήγας, κ’ ἡ Βιντάρμπχαινα, σωριάζεται στὸ χῶμα.
Κι’ ἀλήθεια αὐτὸς χωρὶς σκουτὶ λερὸς καὶ δίχως στρῶμα
στῆς Νταμαγιάντης τὸ πλευρὸ νὰ κοιμηθεῖ πλαγιάζει,
καὶ κουρασμένον κατὰ γῆς μπουχὸς τόνε σκεπάζει.
Κ’ ἡ Νταμαγιάντη ἡ ὄμορφη σὲ βάσανα γιὰ νἄρθει 15
ἡ ἀσκήτρα ὴ τρυφερώτατη ξάφνου ἀπ’ τὸν ὕπνο ἐπάρθη.
Καὶ μόλις ὁ ὕπνος, ἄντραρχε, τὴ Νταμαγιάντη παίρνει,
ὁ ρήγας Νάλας, ποῦ ὁ καϋμὸς νοῦ καὶ καρδιὰ τοῦ δέρνει,
πλιὰ δὲν κοιμᾶται σὰ μπριχοῦ, κι’ ὅλο φροντίζει ὁ νοῦς του
γιὰ τὸ βασίλειο πὤχασε, γιατὶ ἀπὸ τοὺς πιστούς του 20
ὅλους ἐπαρατήθηκε, γιατὶ μὲς στὸ ρουμάνι
πλάνητας ἐπαράδερνε κι’ αὐτὴν τὴ σκέψη κάνει:
«Πῶς θὰ ἦταν ἂν τὸ ἔκανα, καὶ πῶς ἂ δὲν τὸ κάνω;
κάλλιο εἶναι ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο νὰ φύγω, ἢ νὰ πεθάνω;
Τούτη ποῦ ὁλόπιστη σ’ ἐμὲ γιὰ ἐμὲ κακοπαθαίνει 25
νὰ πάει μιὰ μέρα στοὺς δικοὺς μπορεῖ ἀπὸ ἐμὲ ἀφημένη.
Μαζῆ μου βέβαια ἡ μπιστακιὰ σὲ συφορὲς θὰ μπλέξει·
ποιὸς ξέρει, ἂν ἔρημη βρεθεῖ, μπορεῖ καὶ νὰ τῆς φέξει.»
Κ’ ἔκρινε σὰν τὸ ξέταξε συχνὰ κ’ ἐπολυσκέφτη,
πῶς τὸ παράτιο πιὸ καλὸ τῆς Νταμαγιάντης πέφτει. 30
«Μεγαλομοῖρα, δοξαστή, πιστή, ὅπως μὤχει τάξει,
τὸ μεγαλεῖο της ποιὸς μπορεῖ στὸ δρόμο νὰ πειράξει;»
Στὴ Νταμαγιάντη ἔτσι ἔγερνε τὸ νοῦ του, ν’ ἀπαρηάκει
τὴ Νταμαγιάντη, ἔτσι κακὸν τὸν εἶχε ὁ Κάλης φτιάκει.
Κ’ εἶδε ποῦ αὐτὸς ἦτο ἄντυτος καὶ μ’ ἕνα ντύμα ἐκείνη, 35
κι’ ὁ βασιληᾶς νὰ κόψει της τὸ μισὸ ντύμα κρίνει:
«Πῶς θἄκοβα τὸ ροῦχο της, πρὶν ἡ ἀκριβῆ ξυπνήσει;»
καὶ ὁ ρήγας Νάλας τριγυρνᾶ τὸ χάνι νὰ ζητήσει,
κ’ ἐδὼ κ’ ἐκεῖθε τρέχοντας, τοῦ Μπχάρατα βλαστάρι,
στὸ χάνι ηὖρε ἕνα ἐξαίρετο σπαθὶ χωρὶς φηκάρι, 40
Μὲ δαῦτο τὸ μισὸ ἔσκισε σκουτὶ καὶ σὰν τὸ ἐντύθη,
ἄφρενος ὁ ὀχτροπαθιαστὴς φεύγοντας κεῖθε ἐχύθη
ν’ ἀφήσει τὴ Βιντάρμπχαινα τὴν ἀποκοιμισμένη.
Τότες ξανᾶρθε μὲ καρδιὰ στὰ πίσω γυρισμένη
τῶν Νισχιαντχῶν ὁ ἄρχοντας, στὸ ἴδιο χάνι· κι ἅμα 45
τὴ Νταμαγιάντη ἀκτίκρυσε, τὸν ἔπιασε τὸ κλᾶμα:
«Ὁ Ἄνεμος πρὶν δὲν ἔβλεπε μηδ’ ὁ Ἥλιος τὴ γλυκειά μου,
καὶ τώρα ἄσκεπη κοίτεται μὲς στὸ καλύβι χάμου,
ἕνα ξεσκλίδι ἡ ὡρηόγελη, σὰν τὴν τρελλὴ φορῶντας
γιὰ ντύμα ἡ ὀμορφολάγγονη, πῶς θὰ βρεθεῖ ξυπνῶντας, 50
πῶς μόνη ἡ Μπχιμογέννητη θὰ πάει ἀπὸ μένα χώρια
στὸ θεριοφιδομόνιαστο φριχτόλογγο ἡ πανώρηα;
Ἄντιτιες, Ροῦντρες, Ἄσβινες, Βάσουοι, Ἄνεμοι βοηθοί σου
ἂς εἶναι, μεγαλόμοιρη, σκεπάζει σε ἡ ἀρετή σου.»

129