Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/132

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


Τῆς Νταμαγιάντης πὲς λοιπὸν ἐσὺ πῶς πρὸς ἰδεῖ της
οἱ φύλακες ἐρχόμαστε τοῦ κόσμου κι’ ὁδηγᾶ μας 15
ὁ Ἴντρας· πές της: «ὁ Ἰσκυρός, ὁ Βάρουνας, ὁ Γιάμας
καὶ ὁ Ἄγκνης ὅλοι ὀρέγονται καὶ λαχταροῦν ἐσέναν,
ἄντρα σου ἀπὸ τοὺς τέσσερους ἐσὺ ξεδιάλεξε ἕναν!»
Εἶπε ὁ Ἰσκυρός, κ’ ἐνόνοντας παλάμη μὲ παλάμη
ἔκρινε ὁ Νάλας: «Ἄμποτες ἡ χάρη σας νὰ κάμει 20
ἐμένα, ποὖρθα ὅ,τι καὶ σεῖς γιὰ λόγου μου ζητῶντας,
νὰ μὴ μὲ στείλετε· καὶ πῶς ὁ ἴδιος ἀγαπῶντας
ἄθρωπος γι’ ἄλλονε μπορεῖ παρόμοια νὰ μιλήσει
τῆς ποθητῆς του; ἡ χάρη σας γι’ αὐτὸ ἄς μὲ συμπαθήσει,
ὦ ἐσεῖς μεγαλοκράτορες.» 25
Οἱ θεοὶ εἶπαν:
«Μᾶς ἔταξες πολλιώρα.»
«Ναί, θὰ τὸ κάμω!» πῶς ἐσὺ δὲ θὰ τὸ κάμεις τώρα;
Ὦ Νισχιαντχίτη, μὲ χωρὶς ὀργοπορία ξεκίνα.»
Ὁ Βριχαντάσβας εἶπε:
Καὶ ο Νάλας πάλε στῶ θεῶν τὰ λόγια ἀπάνταε κεῖνα:
«Νἄμπω πῶς δύναμαι; καλὰ φυλάγουν τὸ σεράγι!»
«Θἄμπεις» ξανάειπε του ὁ Ἰσκυρὸς «ὅποιος καὶ ἂν τὸ φυλάγει.» 30
Λέγοντας: «Ναὶ» στὴν κατοικιὰ τῆς Νταμαγιάντης μπῆκε,
κι’ αὐτοῦ τὴν κόρη τοῦ ρηγὸς τῶ Βινταρμπχῶν εὑρῆκε,
ποῦ τὴν περιτρυγίριζαν ἀσκέρι οἱ φιλενάδες
καὶ θᾶμα ἐφέγγαν, τοῦ ὤμορφου κορμιοῦ της οἱ λαμπράδες,
τέλεια ἁπαλὴ καὶ λυγερὴ καὶ μὲ ματιώνε γλύκα, 35
λὲς πῶς μὲ τ’ ἀντιλάρισμα καὶ τὸ φεγγάρι ἐνίκα.
Χαμογελάστραφτε· κι’ ἀυτὸς θωρᾶ την καὶ πληθαίνει
μέσα του ὁ πόθος, μὰ πιστὸς στὸ τάξιμό του μένει
καὶ κρύβει τὴν ἀγάπη του· κι’ ὅταν κι’ ἐκεῖνες εἶδαν
τὸ Νισχιαντχίτη οἱ ὀμορφονιὲς ξιππάστηκαν κ’ ἐπήδαν, 40
οὗθε ἐκαθόνταν, ἀπ’ τὸ φῶς τοῦ Νάλα γητεμένες
παινεύαν τον πασίχαρες, περίσσα θιαμαγμένες,
καὶ μέσα τους δοξάζαν τον ἀμίλητες: ὦ χάρη,
ὦ κάλλη, ὁ μεγαλόκαρδος, ὦ λεβεντιᾶς καμάρι!
Ποιὸς νἆναι τοῦτος; ἄσφαλτα θεός, Γκαντχάρβας θἆναι 45
ἢ Γιάξχιας·» μὰ μιλιὰ νὰ ποῦν καθόλου δὲν κοτᾶνε,
σκλάβες πανώριες, ντροπαλὲς στὴ λάμψη του ἀποκάτου.
Κι’ ὁ Νάλας τῆς χαμογελᾶ κι’ αὐτὴ χαμογελᾶ του
ἡ Νταμαγιάντη στατικιὰ καὶ τἀντρειωμένου κρένει:
«Ὁλότελα ἀψεγάδιαστε, ποιὸς εἶσαι σὺ ποῦ ἀξαίνει 50
θωρῶντας σε ἡ λαχτάρα μου; σὺ θέλω νὰ μοῦ μάθεις,
ἥρωα, ποῦ σὰν ἀθάνατος, πάναγνε, ἐμπρός μου ἐστάθης,
πῶς ἦρθες; πῶς δὲ σ’ εἴδανε; φυλᾶν τὰ γυναιτίκια,
κ’ εἶναι τοῦ ρήγα οἱ διαταγές μὲ δίχως ἐπιείκια.»
Κι’ ἀπάντα, ἀπὸ τὴν κορασιὰ τοῦ Μπχίμα μιλημένος: 55
«Ὁ Νάλας εἶμαι, μάθε το, καλή, καὶ θεοσταλμένος
ἔρχομαι ἐδὼ προξενητής· ταῖρι οἱ θεοὶ νὰ σ’ ἔχουν,
ὁ Ἴντρας, ὁ Ἄγκνης, ὁ Βάρουνας κι’ ὁ Γιάμας ἀπαντέχουν·

118