ΡΟΒΕΡΤΟΥ ΜΠΡΑΟΥΝΙΓΚ
Εἶπ’ ὁ Ἀβενήρ· «Ἄχ! ἦρθες πλειά! πρὶ διηγηθῶ, πρὶν κρίνῃς
δός μου φιλὶ στὸ μάγουλο καὶ τὸ καλό μου εὐκήσου.»
Τοῦ εὐκήθηκα, τὸν φίλησα στὸ μάγουλο καὶ κεῖνος·
«Ἀπὸ τὴν ὥρα πὤστειλε γιὰ τὴν θωριά σου, ὦ φίλε,
ὁ βασιλιᾶς, δὲν ἤπιαμε, δὲ φάγαμε, οὔτε ὣς νἄρθῃς
ἐσὺ μὲ τὴν καλόκαρδη βεβαίωση ἀπ’ τὴ σκηνή του
πίσω νὰ πῇς ποῦ ἀκόμα ζῇ, δὲ θὰ λαμπρύνῃ μέλι
ὣς τότε μήτε καὶ νερὸ τὸ χεῖλι μας θὰ βρέξῃ.
Ὅτι ἀπ’ τῆς μαύρης μεσινῆς σκηνῆς τὴν ἀφωνία
τρεῖς μέρες τώρα οἱ δοῦλοι σου δὲν ἀγροικῆσαν νἄβγῃ
οὔτ’ ἕνας ἦχος προσευκῆς οὔτε δοξολογίας
νὰ μαρτυρήσῃ π’ ὁ Σαοὺλ μὲ τὸ στοιχειὸ τελειῶσαν
τὸ πάλεμά τους κ’ ἔγυρε μ’ ὅλο τὸ θρίαμβό του
ὁ βασιλέας στὴ ζωὴ λιγόθυμος ὀπίσω.
Μὰ τώρα, ἀγαπημένε μου, λαχτάρισε ἡ καρδιά μου!
Τέκνο Θεοῦ, μὲ τὴ δροσιά του ἐπάνω στὰ χρυσά σου
μαλλιὰ τὰ μυριοχάριτα καὶ μὲ τὰ κρίνα τοῦτα
γαλάζια καὶ ὁλοζώντανα ἀκόμα, ὅτι κομμένα
γιὰ νὰ πλεχτοῦν ἀνάμεσα στὴς ἅρπας σου τὰ τέλια,
καθὼς νὰ μὴν ἐμάνιζε τώρ’ ἄγριο τὸ λιοπύρι
γιὰ τύραγνο τῆς ἔρημος.»
Ὡς ἔπρεπε, ἐγὼ τότε
στὸ Θεὸ τῶν πατέρων μου γονατιστὸς προσπέφτω
καὶ πάλε ἀνασηκόνομαι στὰ πόδια καὶ τρεχάτος
περνῶ τ`ον ἄμμο, σὰν μπουχὸ φρυμμένον. Σφαλισμένη
τὴν τέντα βρίσκω, ἀπὸ τὴ γῆς ξεμπήχνω τὸ κοντάρι
ποῦ ἐμπόδαε, σκύφτω κάτουθε καὶ ἀκολουθάω τὸ δρόμο
πασπατευτὰ στὸ γλυτερὸ χορτάρι, μαραμένο
καὶ σάπιο, π’ ὣς τὸ δεύτερο κλεῖσμ’ ἁπλονότουν, χέρια
καὶ πόδια σέρνοντας ὣς κεῖ ποῦ νιώθω ν’ ἀνεμίζῃ
τὸ παραπέτασμ’ ἀνοιχτό. Προσεύκομαι καὶ πάλε,
τραβῶ τὸ παραπέτασμα καὶ μπαίνω καὶ δὲν τρέμω,
μὸν λέγω· «Ἐδῶ εἶναι ὁ δοῦλος σου Δαυίδ.» Φωνὴ δὲν κρένει.
Ἀρχὴ ἀρχὴ δὲν βλέπ’ ὀμπρὸς παρὰ μαυρίλα, λίγο
στερνὰ κἄτι μαυρήτερο ξανοίγω ἀπ’ τὴ μαυρίλα.—